«ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ» ΣΥΡΙΖΑ
ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
και αναδιατάσσει το
πολιτικό σκηνικό
Η ζωή και πολιτική
πραγματικότητα ακολουθεί πολλές φορές διαφορετικούς δρόμους από αυτούς που
φανταζόμαστε και πολύ περισσότερο από εκείνους τους οποίους έχουν φανατίσει τους οπαδούς των κομμάτων. Εάν κοιτάξουμε
λίγο πίσω πριν από την 5η Ιουλίου και το δημοψήφισμα που
πραγματοποιήθηκε θα διαπιστώσουμε ότι, όλες
οι ηγεσίες και όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αναλυτές που κατευθύνουν την κοινή
γνώμη έπεσαν έξω από τις προβλέψεις τους. Ούτε ο θρίαμβος του ΟΧΙ είχε κάποιο
θετικό αντίκρισμα στη διαπραγμάτευση, ούτε όμως αριστερή παρένθεση έκλεισε όπως πολλοί είχαν προεξοφλήσει.
Αντίθετα ο ιστορικός συμβιβασμός του Πρωθυπουργού
με την Ευρώπη και το Ευρώ που κατέληξε βέβαια σε ένα 3ο Μνημόνιο ανοίγει
ένα νέο κεφάλαιο συνεργασίας των κομμάτων που πιστεύουν στην Ευρωπαική
προοπτική γεγονός που επισφραγίστηκε με ψηφοφορίες στη βουλή που έφθασαν από
222 εως 230 βουλευτές. Αυτή ακριβώς την εξέλιξη δεν την είχαν προβλέψει.
Όσοι πίστευαν όπως ο Σαμαράς ότι, εάν ο Σύριζα υπογράψει το 3ο μνημόνιο θα
καταρρεύσει άμεσα εκλογικά, διαψεύστηκαν ενώ ίδιος πλέον βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής. Όσοι πίστευαν στο θρίαμβο
απέναντι στους πιστωτές με το επιχείρημα ότι θα τους φοβίσουν με την σκληρή στάση τους όπως ο Βαρουφάκης
βρέθηκαν επίσης στο περιθώριο των εξελίξεων.
Τέλος άλλοι
που νόμιζαν ότι μπορούν δώσουν περισσότερες παροχές με το αυξημένο κρατισμό τους αντλώντας
περισσότερα λεφτά από την Ευρώπη για να διασώσουν τα προνόμια των συντεχνιών
είναι αναγκασμένοι να ζητήσουν αλλού πολιτική στέγη καθώς, η ηγεσία του Σύριζα
συμβιβάστηκε να κάνει μεταρρυθμίσεις. Την μεγάλη μεταστροφή του Σύριζα περιγράφει με αφοπλιστική
ειλικρίνεια ο αντιπρόεδρος της
Κυβέρνησης ο κ. Δραγασάκης σε μια συνεντευξή του.
Πιστεύαμε πως αν
απειλούσαμε με έξοδο, οι Ευρωπαίοι θα τρόμαζαν. Αποδείχθηκε λάθος εκτίμηση.
Πριν από 3 χρόνια μπορεί αυτό να ίσχυε, αλλά στο μεταξύ κι εκείνοι πήραν τα
μέτρα τους. Προς έκπληξή μας ο κ. Σόιμπλε, πρότεινε αν θέλαμε να βγούμε από το
ευρώ, να μας βοηθήσει κιόλας.
Τέτοιες ομολογίες υπάρχουν πολλές που ο κόσμος τις
αντιμετωπίζει με κατανόηση, γεγονός που εντυπωσιάζει τους αναλυτές καθώς ο Τσίπρας παραμένει
κυρίαρχος του παιγνιδιού.
Το ερώτημα
λοιπόν που τίθεται εκ των πραγμάτων είναι
γιατί ο κόσμος δεν επιστρέφει στα παραδοσιακά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ
που άσκησαν μνημονιακή πολιτική και εμπιστεύεται τον Τσίπρα ως Πρωθυπουργό που
δεν πολύ-πιστεύει σε αυτή την προοπτική αλλά αναγκάζεται να εφαρμόσει το 3ο
μνημόνιο παρά την θέλησή του.
Μια
συνοπτική απάντηση μπορεί να είναι ότι, ο
ιστορικός συμβιβασμός της Ελληνικής αριστεράς του Σύριζα με την Ευρώπη του
πλουραλισμού και της συνεργασίας προσφέρει ένα καλύτερο μείγμα πολιτικής
αποτελεσματικότητας καθώς ο Σύριζα και ιδιαίτερα ο Τσίπρας δεν είναι ένα
φθαρμένο προϊόν. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την διαχείριση της εξουσίας
αλλά και τους συμβολισμούς της. Η επτάμηνη θητεία στην Κυβέρνηση αφήνει ακόμη
σημαντικά περιθώρια και ο κόσμος ακόμη και για λόγους που ανάγονται στην
ψυχολογία των μαζών θέλει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.
Για να
δώσουμε όμως μια πιο αναλυτική και τεκμηριωμένη απάντηση πρέπει να δούμε τα
πεδία πάνω στα οποία ασκείται η πολιτική και κρίνονται οι επιδόσεις ενός
πολιτικού ηγέτη και του κόμματος. Τα πεδία αυτά είναι η διαχείριση της
πραγματικότητας, η διαχείριση των συμβόλων, η οργάνωση του υποκειμένου της
πολιτικής, η ιδεολογική ηγεμονία που ασκεί και ο δυναμισμός της ίδιας της
ηγεσίας που έχει να κάνει με την στρατηγική ικανότητα.
ΤΑΠΕΔΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Όταν ένα
κόμμα βρίσκεται στην Κυβέρνηση η ικανότητα κρίνεται καθοριστικά από την
διαχείριση της πραγματικότητας, όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση και διεκδικεί
την εξουσία κρίνεται από την διαχείριση των συμβόλων και την ιδεολογική
ηγεμονίαστο φαντασιακό επίπεδο.
Η διαχείριση
των συμβόλων έχει να κάνει κυρίως με την επικοινωνιακή ικανότητα και την συσπείρωση
και ενοποίηση του υποκειμένου που στηρίζει μια συνολική πολιτική πρόταση. Η διαχείριση
της πραγματικότητας έχει να κάνει με τα αποτελέσματα μιας πολιτικής και
ιδιαίτερα με τα οικονομικά αποτελέσματα τα οποία αναγκαστικά υφίσταται μια
κοινωνία όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην εξουσία. Με άλλα λόγια μια πολιτική
ηγεσία μπορεί να ελιχθεί «παίζοντας» με το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας,
παρουσιάζοντας μια ουτοπία, καλλιεργώντας μια συλλογική αυταπάτη ακόμη και με
ανορθολογισμό αλλά, δεν μπορεί να κάνει το ίδιο με οικονομικά αποτελέσματα
τουλάχιστον σε μια δημοκρατία. Η στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας δεν είναι
ίδια με τη διατήρησή της. Στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός, η απλή αριθμητική
και η λογιστική που λέει ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν μπορεί να είναι εσαεί
μεγαλύτερες από τα έσοδα, ενώ το αντίβαρο της ανάπτυξης ως επιχείρημα
αυτοαναιρείται από την υπερφορολόγηση που αντίθετα από το επιθυμητό φέρνει την ύφεση.
Ο άλλος
προσδιοριστικός παράγοντας που δεν μπορεί να αγνοείται σε μια πολιτική ανάλυση
είναι, το κοινωνικό υποκείμενο που συνθέτει την πολιτική ενός κόμματος και
αποτελεί το κοινωνικό του κεφάλαιο.
Εκτός από τον ρόλο που
παίζουν ηγεσίες το υποκείμενο της
πολιτικής των κομμάτων προσδιορίζει όχι μόνον την φυσιογνωμία του, αλλά και τα
όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η πολιτική του.
Το δημοψήφισμα για
παράδειγμα, κατά ομολογία Τσακαλώτου έγινε κυρίως για εσωκομματικούς λόγους διατήρησης
της συνοχής του κόμματος σε μια κοινή γραμμή και σήμερα φαίνεται καθαρά ότι,
μετά τον ιστορικό συμβιβασμό θα υπάρξουν απώλειες. Υποκείμενο λοιπόν της
πολιτικής είναι, οι τάξεις και οι κοινωνικές ομάδες που στηρίζουν ένα κόμμα
μέσα από τις οποίες προκύπτει και η στελέχωσή του. Το υποκείμενο της πολιτικής
μπορεί να είναι σταθερό αλλά και μετακινούμενο από κόμμα σε κόμμα. Η ταξική του
βάση μπορεί να είναι μια σταθερά, αλλά όχι πάντα κυρίαρχη με εξαίρεση ίσως
κόμματα όπως το ΚΚΕ. Τα Ελληνικά κόμματα εξουσίας όπως τα γνωρίσαμε μέχρι τώρα είναι
πολυσυλλεκτικά, με κυρίαρχη τάση τις οργανωμένες συντεχνίες του δημοσίου και
τη λεγόμενη κρατική νομεγκλατούρα. Όταν
αυτές οι συντεχνίες του δημοσίου μετακινούνται συμπαρασύρουν και άλλες
ανοργάνωτες κοινωνικές ομάδες μετατοπίζοντας και το κέντρο βάρους της εξουσίας.
Αυτή η κοινωνική κάστα του δημοσίου είναι που μετακινήθηκε σχεδόν σύσσωμη μετά
την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ προς στο ΣΥΡΙΖΑ και συνέβαλε σταδιακά στην εκτόξευση του από το 4% στο 36%. Τον
Σύριζα ασφαλώς τον ψηφίζουν οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και
μικροαστικά στρώματα αλλά αυτές οι κοινωνικές ομάδες δεν είναι οργανωμένες ώστε,
να συνδιαμορφώνουν πολιτική στο κόμμα.
Έτσι, οι συντεχνίες του δημοσίου και η μετακινούμενη νομεγκλατούρα διαμόρφωσε
εν πολλοίς την πολιτική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την σύγκρουσή του με την
Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Η μετωπική σύγκρουση
με την πολιτική της Ευρώπης και τους εν δυνάμει μοναδικούς χρηματοδότες μας για το ξεπέρασμα της κρίσης,
έφερε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, την ήττα του ακραίου
κρατισμού μέσα στο Σύριζα και τον ιστορικό συμβιβασμό που οδηγεί σε μια
Ευρωπαϊκή Αριστερά και εγκατάλειψη ίσως του λαϊκίστικου λατινοαμερικάνικου
μοντέλου. Η σύγκρουση των πολιτικών
αντιθέτων γεννά πάντα κάτι καινούργιο, ενώ στον αντίποδα η ακινησία και το κουκούλωμα των αντιθέσεων
όπως επιχειρούσε η προηγούμενη συγκυβέρνηση Σαμαρά -Βενιζέλου οδηγούσε στην
αποτελμάτωση. Με τη σύγκρουση η χώρα δοκίμασε τα όριά της έναντι της Ευρώπης
καίγοντας τις αυταπάτες ότι μπορεί το διογκωμένο κρατισμό της επιδοτούμενο από
την Ευρώπη.
Η άλλη επιλογή του της
εξόδου από το Ευρώ φαντάζει πλέον κόλαση
για την ίδια την υπαλληλοκρατία. Ο ιστορικός συμβιβασμός όμως ως αναπόφευκτη
ρεαλιστική λύση φέρνει μεταρρυθμίσεις και περικοπές στο δημόσιο.
Και τι θα κάνουμε τώρα
χωρίς το
ιδεολόγημα αντιμνημονίου και το λαϊκισμό που συσπείρωνε τη βάση του Σύριζα
είναι το εύλογο ερώτημα, μπορεί ο Τσίπρας να συγκρατήσει με κάποιο άλλο τρόπο
τις φυγόκεντρες δυνάμεις και μάλιστα των «συντεχνιών» της εξουσίας;
Η απάντηση
είναι πως η συγκολλητική ουσία για ένα κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία είναι η
ίδια η εξουσία και άνετα ο Σύριζα μπορεί να πλασαριστεί ιδεολογικά στα πλαίσια
της Ευρωαριστεράς. Υπάρχει άλλωστε ιστορικό προηγούμενο - μια ιστορική αναλογία
πραγματισμού κάτι μπορεί να το δει κανείς με τα πρότυπα του άλλοτε
Ευρωκομουνισμού του Μπερλίγκουερ. Στην Ιταλία τότε αυτή η διαφοροποίηση από την παγκόσμια αριστερά
μπορεί να μην είχε τη κατάλληλη εξέλιξη, ο Μπερλιγουερ πέθανε νωρίς και ο Άλτο
Μόρο από την άλλη πλευρά των Χριστιανοδημοκρατών δολοφονήθηκε από τις Ερυθρές
ταξιαρχίες αλλά η πολιτική κουλτούρα συνεργασίας επέδρασε σε όλη την Ευρώπη.
Έχει μεγάλη
σημασία να δούμε αυτή την ιστορική αναλογία καθώς αυτό το στοιχείο του
πραγματισμού απομακρύνει εκτός των άλλων,
εάν δεν εξαλείφει την «Αριστερή παρένθεση» και την επαναφορά σε μια
πρότερη πολιτική κατάσταση.
Η ιστορία προχωράει με αντιφάσεις. Την ενωμένη Ευρώπη την
οραματίστηκαν οι μεγάλοι θεωρητικοί του
Μαρξισμού ο ίδιος ο Μάρξ και ο Λένιν. Το εγχείρημα όμως υλοποίησης ξεκίνησε από
τους συντηριτικούς Τσώρτσιλ, Ντε-Κωλ, Αντενάουερ. Ιστορικά η δημοκρατία δεν ήλθε καθόλου μέσα από
δημοκρατικούς δρόμους αλλά μέσα από επαναστάσεις. Στην Αγγλία την Γαλλία και στην
Αμερική προηγήθηκαν μεγάλες επαναστάσεις πριν από την εγκαθίδρυση της
Δημοκρατίας.
Ο καπιταλισμός στην
Κίνα γνωρίζει την μεγάλη του άνθιση με το κομουνιστικό κόμμα στα ηνία της
εξουσίας αφού προηγήθηκαν δυο τραγικές αποτυχίες του Μάο να εγκαθιδρύσει τις κομουνιστικές
σχέσεις παραγωγής με τον απόλυτο συγκεντρωτισμό του κράτους, πρώτη φορά με την
εκστρατεία με το «άλμα εμπρός» και την δεύτερη με τη λεγόμενη «πολιτιστική
επανάσταση»
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης
αναδείχθηκε ως μεγάλος υπερασπιστής της δημοκρατίας μετά την Γαλλική επανάσταση
για να γίνει σε λίγα χρόνια αυτοκράτορας δηλαδή μονάρχης. Αφού κατανίκησε
σχεδόν όλη την Ευρώπη στο τέλος μπήκε
θριαμβευτής στη Μόσχα νικώντας και την Ρωσία. Το τέλος του όμως όπως είναι
γνωστό ήταν τραγικό. Η μεγάλη νίκη τον
εγκλώβισε στο χειμώνα της Ρωσίας και χωρίς ανεφοδιασμό εγκατέλειψε τα εδάφη της
απεγνωσμένα για να γνωρίσει τη μεγαλύτερη πανωλεθρία στρατιάς στην ιστορία από
την οποία δεν συνήλθε ποτέ .
Όλα αυτά τα
ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι η
πολιτική δεν καθορίζεται μόνον από τις καλές οι κακές προθέσεις, από το ποιος
λέει την αλήθεια στο λαό η του λέει συνειδητά ψέματα. Από το ποιός μένει πιστός
στις ιδεολογικές του αρχές ή στο αρχικό του πρόγραμμα. Για παράδειγμα εάν
Τσίπρας εγκατέλειψε τον αντιμνημονιακό αγώνα και το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.
Αυτά έχουν δευτερεύουσα αξία σε σχέση με τα αποτελέσματα που θα φέρει όταν έχει
στα χέρια του την άσκηση της εξουσίας. Τα αποτελέσματα στο τέλος θα κριθούν και
όλα τα άλλα θα είναι μαθήματα για την ιστορία και παιδαγωγική έχει μόνο σημασία
ποιος έλεγε και ποιος δεν έλεγε την ιστορική αλήθεια. Χρήσιμα μεν τα μαθήματα
της ιστορίας και της πολιτικής για κάθε πολίτη αλλά, οι αποφάσεις παίρνονται
από αυτούς που ασκούν εξουσία. Η πολιτική επιμόρφωση και ο διαφωτισμός του
πολίτη μόνον μακροπρόθεσμα και δια μέσω της συγκρότησης ενός νέου πολιτικού
υποκειμένου μπορεί να έχουν αξία. Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης που και σήμερα
έχει παγκόσμια καθολική αναγνώριση για
την αντικειμενική ιστορία που έγραψε για τον πελοποννησιακό πόλεμο -που
χαρακτηρίζεται αιώνιο κτήμα γνώσης, αλλά όπως γνωρίζουμε την έγραψε όταν καθαιρέθηκε από τους Αθηναίους από στρατηγός.
Αυτό σημαίνει ότι η σοφία και η αλήθεια συνήθως υποτάσσονται στη δύναμη της
εξουσίας που έχει άλλη λογική καθώς χρησιμοποιεί ως περιεχόμενο επικοινωνίας τον ανορθολογισμό που βασίζεται
κυρίως στο θυμικό.
Το αντιμνημόνιο που
έγινε κυρίαρχο μέχρι πρότινος ιδεολόγημα στην Ελλάδα βασίστηκε στο θυμικό των
αγανακτισμένων και στην ανορθολογική αντίληψη ότι φταίνε οι ξένοι ,οι άλλοι που
συνωμοτούν εις βάρος της Ελλάδας. Ο ανορθολογισμός αυτός θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί και θετικά ύστερα από τόση καθυστέρηση που έφερε στη λήψη των
αναγκαίων μέτρων. Έστω τώρα μετά πέντε χρόνια δημαγωγίας.
Η Ελλάδα
μετά την 12η Ιουλίου και τη Συμφωνία που υπέγραψε η Κυβέρνηση με
τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε ένα «ιστορικό
συμβιβασμό» μεγάλης σημασίας .
Ένα
συμβιβασμό που προδιαγράφει ναι μεν την πορεία προς το 3ο Μνημόνιο
αλλά και την συνεργασία της Αριστεράς
και των Αστικών κομμάτων- που κατά ανάγκη εφαρμόζεται τώρα –γεγονός που αλλάζει άρδην το πολιτικό σκηνικό και το εσωτερικό των κομμάτων.
Πρώτα από
όλα εξετάζεται πως η επιλογή πραγματισμού και της Ευρωπαϊκής πορείας έναντι του
Grexit από τον Τσίπρα -που ως γνωστόν ελέγχει το πλειοψηφικό ρεύμα του
Σύριζα- μετασχηματίζει το Κόμμα σε
Ευρωπαϊκή Αριστερά.
Ο μεσαίος χώρος και οι συμμαχίες για κεντροαριστερά και σοσιαλδημοκρατία
Πολλοί περίμεναν ότι
με την κατάρρευση του αντιμνημονιακού
μετώπου θα επωφεληθούν τα κόμματα ΠΑΣΟΚ
Ν.Δ και Ποτάμι πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται. Ας δούμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Ειδικότερα σε ότι
αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι φανερό ότι η κρατική νομεγκλατούρα των συντεχνιών που
κάποτε δέσποζε στο κομματικό μηχανισμό δεν επιστρέφει σε ένα μικρό κόμμα.
Μετακόμισε στο Σύριζα και θα παραμείνει κι αν μετακινηθεί ένα κομμάτι της
μάλλον στο νέο κόμμα του κρατισμού θα πάει.
Το ΠΑΣΟΚ πέρα από την
φθορά που υπέστη εξαιτίας του μνημονίου έχει υποστεί μια αγιάτρευτη υπαρξιακή
φθορά από τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τα στελέχη του την θητεία τους ως
Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Στην προσπάθειά τους να αποποιηθούν αρχικά το κόστος των
μέτρων ως υπουργοί και βουλευτές απαξίωσαν μόνοι τους, όλη την κυβερνητική τους
θητεία ακόμη και κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν εκείνη την περίοδο.
Αντίθετα με αρχηγό τον Βενιζέλο εξύμνησαν την Κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου που
όχι μόνον δεν ήταν καλύτερη η λιγότερο μνημονιακή αλλά σαφώς πιο συντηρητική
και παραδομένη στα συμφέροντα. Έτσι ένα ΠΑΣΟΚ παρακολούθημα της Ν.Δ και παρά
τις προσπάθειες που έγιναν με τη «Ελιά» ήταν αδύνατον να ανασυντάξει το χώρο
της Κεντροαριστεράς. Όλη η πολεμική που ακολούθησε η ηγεσία Βενιζέλου σε αγαστή
συνεργασία με το μιντιακό κατεστημένο να βγάλει από το πολιτικό χάρτη τον ΓΑΠ
μπορεί να πέτυχε τον στόχο της αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωσε και την προοπτική
ενότητας του σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμη Κυβέρνηση με το
ΓΑΠ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις δεν είχε πέσει ποτέ κάτω από το σεβαστό για
σημερινά δεδομένα ποσοστό του 22%. Ο
βενιζέλος αφού έμμεσα όπως γνωρίζουμε σήμερα είχε ρίξει την Κυβέρνηση
Παπανδρέου κάνοντας ταυτόχρονα δεξιά στροφή στο Κόμμα έστειλε με τον τρόπο αυτό
ένα σημαντικό κομμάτι βάσης του Πασοκ στο Σύριζα με αποτέλεσμα να πέσει στο
12%. Δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης με ηγεμονία της Ν.Δ εξανέμισαν την
σοσιαλδημοκρατική του βάση. Αυτός ο κόσμος έχοντας βιώσει την απόλυτη ταύτιση δεν γυρνάει πίσω με τίποτε πλέον και
γιατί να μην πάει άλλωστε απευθείας στη Ν>Δ όπως διατυμπανίζει και ο
Πάγκαλος. Οι καιροσκόποι των κομμάτων εξουσίας δεν έχουν λόγο πλέον να
προσεγγίσουν το ΠΑΣΟΚ πηγαίνουν απευθείας στα μεγαλύτερα κόμματα.
Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη πλευρά όσο κι αν φαίνεται ως ιστορική φάρσα το
συναγωνίζεται ο Λεβέντης με την Ένωση Κεντρώων και μάλιστα με προοπτική
συνεργασίας όταν γίνουν εκλογές σε συνεργασία με τον Σύριζα.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος με
τα σημερινά δεδομένα και με την προοπτική να μπει στη Βουλή ο Λεβέντης δεν
βγαίνει βουλευτής στη Θεσσαλονίκη καθώς το ποσοστό του εκεί είναι από τις
προηγούμενες εκλογές μεγαλύτερο από του ΠΑΣΟΚ.
Το Ποτάμι έχει συγκεντρώσει ένα κομμάτι από
πρώην εκσυγχρονιστές ένα κομμάτι της ΔΗΜΑΡ προσωπικότητες από τον φιλελεύθερο
χώρο και προοδευτικό χώρο και δεν έχει λόγο από την στιγμή που βρίσκεται σε
μικρή έστω αλλά ανοδική πορεία να συμμαχήσει με το ΠΑΣΟΚ που φθίνει.
Έτσι ο
θρίαμβος στο δημοψήφισμα μπροστά στο φάντασμα του Grexit
οδήγησε σε ένα αγωνιώδη συμβιβασμό βιαίας ωρίμανσης για όλους. Ο πρωθυπουργός υπέγραψε μια
πολιτική που δεν την πολυπιστεύει, η
αριστερή του πτέρυγα βρέθηκε απέναντι
του να καταψηφίζει και προετοιμάζει νέο κόμμα, και τα υπόλοιπα δημοκρατικά
κόμματα Ευρωπαϊκού προσανατολισμού να στηρίζουν στις ψηφοφορίες του νέου
μνημονίου εγλωβισμένα στα δικά τους προηγούμενα πεπραγμένα με τον Τσίπρα όμως να παραμένει κυρίαρχος του
παιγνιδιού. Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που τίθεται είναι:
Ο Σύριζα και
ο Τσίπρας ως ηγέτης μόλις πριν1 ½ μήνα συγκρούστηκε με την σκληρή
πραγματικότητα με βάση το ιδεολόγημα αντιμνημονίου που είχε μέχρι τότε, κάτι
που τον οδήγησε σε ένα ιστορικό συμβιβασμό αναγκαίο όπως αποδεικνύεται εκ των
υστέρων για την χώρα. Τώρα είμαστε ακριβώς
στη μετάβαση που φέρνει και μια μετάλλαξης προσαρμογής στα Ευρωπαϊκά
δεδομένα.
Η σύγκρουση
αυτή με πραγματικότητα δεν πρόλαβε προφανώς να γκρεμίσει την ιδεολογική ηγεμονία –και την κουλτούρα του
κρατισμού η οποία δεν λείπει από κανένα Ελληνικό κόμμα ενώ ο
Συριζα ανεδείχθη ο τελευταίος γνήσιος εκφραστής με μια όμως ειδοποιό διαφορά:
δεν ευθύνεται ως κόμμα και δεν έχουν
αναμειχθεί στα στελέχη του στη διαφθορά.
Αυτό και μόνον μπορεί να είναι το συγκριτικό
του πλεονέκτημα για να κριθεί με επιείκεια από την κοινωνία. Όταν όλα τα
κόμματα εξουσίας έχουν υπηρετήσει το λαϊκισμό, τον κρατισμό και το πελατειακό
κράτος ο Τσίπρας παρά τα λάθη του στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας στα
μάτια του κόσμου είναι αδιάφθορος. Προσπάθησε μέχρι εσχάτων ανεξαρτήτως αν
απέτυχε έχει καταγραφεί στο θυμικό των Ελλήνων . Έτσι του δίδεται μια δεύτερη ευκαιρία, που θα κριθεί βέβαια από τα
αποτελέσματα των επόμενων μηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου