ü Η ανισορροπία μεταξύ άυλης και πραγματικής οικονομίας και ο
περιορισμός της μισθωτής εργασίας
ü Η αδυναμία του κράτους και της αγοράς να καλύψουν το σύνολο των
οικονομικών και κοινωνικών αναγκών
ü Η παθητική αντίσταση της κοινωνίας και η άδηλη οικονομία
ü Η ανάγκη συστηματοποίησης της κοινωνικής οικονομίας ως τρίτου
τομέα της οικονομίας
Από τις
ανεξερεύνητες αιτίες της κρίσης της εκτίναξης του δημοσίου χρέους και της
πρωτοφανούς διόγκωσης της ανεργίας,
είναι η κυριαρχία της άυλης νέας οικονομίας εις βάρος της πραγματικής
υλικής οικονομίας η οποία ως αναπόφευκτη
συνέπεια έχει τον περιορισμό της μισθωτής εργασίας. Η μετατόπιση δηλαδή των
επενδύσεων της αγοράς από το πεδίο ικανοποίησης
υλικών αναγκών προς άυλα προϊόντα
και υπηρεσίες περιορίζει τους πόρους για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία
με πολλές αρνητικές συνέπειες. Πρόκειται για κυριαρχία της εικονικής πραγματικότητας
από την επικοινωνία της κουλτούρας και της εκπαίδευσης, μέχρι το επίπεδο των
υλικών αναγκών προκαλώντας ένα φαύλο κύκλο συρρίκνωσης της πραγματικής
οικονομίας.
Έτσι, το
παραγωγικό πλεονέκτημα της τεχνολογίας χωρίς αντίστοιχη προσαρμογή της πολιτικής
γίνεται μειονέκτημα στη διαχείριση και αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων. Δεν
πρόκειται εδώ για τη διάχυση της πληροφορίας και για άυλες πολιτιστικές μορφές δημιουργίας και
ψηφιοποίησης πολιτιστικής κληρονομιάς, σε ένα τομέα που υπάρχουν αναντίρρητα
θετικές επιδράσεις αλλά, για το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας των
ανταλλαγών και οικονομικών συναλλαγών όπου περιορίζεται η μισθωτή εργασία με
συνακόλουθες αρνητικές επιδράσεις.
Οι αιτίες
αυτές δεν απαλλάσσουν βέβαια τους οικονομολόγους και πολιτικούς από τις ευθύνες
τους να προβλέψουν και να διαγνώσουν τις νέες τάσεις που εμφανίζονται από την
εξέλιξη της τεχνολογίας και οι οποίες
τελικά επιδρούν καταλυτικά στην
οικονομία.
Σε κάθε
περίπτωση τα αποτελέσματα των προγνώσεων είναι απογοητευτικά και το χειρότερο,
επιμένουν να προτείνουν λύσεις από την προηγούμενη φάση της Β΄ βιομηχανικής
επανάστασης ενώ έχουμε μπει για τα καλά στη Γ΄ βιομηχανική επανάσταση.
Ας δούμε, τι
έχει συμβεί με τη ψηφιακή τεχνολογία, την ανάπτυξη λογισμικού τη ρομποτική όπου
υπεραξία πλέον δεν παράγεται με το μόχθο των εργαζομένων σε σχέση με ένα προϊόν,
αλλά η τεχνολογία με την αναπαραγωγή
αυτών των προϊόντων, με ελάχιστο η μηδαμινό εργατικό κόστος πέραν του
σημαντικού κόστους της έρευνας του σχεδιασμού του πρωτοτύπου ενός προϊόντος.
Για παράδειγμα αυτό συμβαίνει με το λογισμικό που αναπαράγεται σε εκατομμύρια
αντίτυπα, αλλά και στη φαρμακοβιομηχανία όπου το σημαντικό κόστος βρίσκεται
στην έρευνα και στην ανακάλυψη του χημικού τύπου και όχι τόσο στην παρασκευή
του ίδιου του φαρμάκου. Έτσι η πνευματική ιδιοκτησία και όχι μόνον η ιδιοκτησία
των μέσων παραγωγής (εργαλειομηχανών-)είναι
η βασική επένδυση που παράγει υπεραξίες.
Σύμφωνα με
τη γλώσσα του Μάρξ, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι: πηγή της υπεραξίας, δεν έγκειται πλέον στην εργασία που
αφιερώνεται για να παραχθεί ένα αγαθό αλλά στο χρόνο που πέρασε για να συλλάβει
κανείς μια ιδέα. Από την άλλη μεριά ο κρατικός παρεμβατισμός βασική συνταγή του
Κέυνς, έχει χάσει το δυναμισμό της, αφ ενός όπως είναι γνωστό λόγω της οικονομικής
παγκοσμιοποίησης και της αδυναμίας του κράτους να ελέγξει το νομισματικό
σύστημα και αφ ετέρου διότι, το ίδιο κράτος
δεν μπορεί να επενδύει πλέον στη μεγάλη βιομηχανία έντασης εργασίας τουλάχιστον των δυτικών χωρών. Από την άλλη είναι
αδύνατον να συναγωνιστεί το εργατικό κόστος των αναδυόμενων οικονομιών της
Κίνας και της Ινδίας.
Ο
αναπόφευκτος μάλιστα περιορισμός της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία και τις
μεγάλες μονάδες παραγωγής, περιορίζει περαιτέρω
το κοινωνικό κράτος αφού ένα
μεγάλο μέρος των κοινωνικών παροχών και του ασφαλιστικού συστήματος στηρίχθηκε
όλη τη μεταπολεμική περίοδο στη φορολόγηση και τα έσοδα από τη μισθωτή εργασία.
Συνεπώς, η
μετατόπιση των επενδύσεων προς τη νέα άυλη οικονομία που επιφέρει παράλληλη μείωση της μισθωτής εργασίας, ενός
οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου που έχει βασιστεί στις ανάγκες της Β
βιομηχανικής επανάστασης ενώ βρισκόμαστε ήδη στη γ΄ βιομηχανική επανάσταση με
τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω, έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο τον
δημόσιο και την αγορά. Μια κατάσταση που
οδηγεί επίσης σε αδιέξοδο το παραγωγικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Σε
αδιέξοδο στη δυνατότητά τους για νέες επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις
εργασίας ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας, κι αυτό
συμβαίνει χωρίς ένα άλλο συμπληρωματικό μοντέλο πέραν του κράτους και της
αγοράς.
Ποιο
είναι αυτό το μοντέλο οργάνωσης; είναι
η κοινωνική οικονομία που λειτουργεί συμπληρωματικά με το κράτος και την αγορά ως
αναγνωρισμένος θεσμός. Ένα μοντέλο που είναι το «φάρμακο» τελικά για το σύνολο των
οικονομιών που βρίσκονται σε κρίση ιδιαίτερα, για τη δημιουργία νέων θέσεων
εργασίας και εισοδημάτων για τους φτωχούς.
Το πρόβλημα
με τη κοινωνική οικονομία είναι το γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζεται από την Ε,Ε.
και την Ελληνική Κυβέρνηση ως σημαντικός τομέας δεν στηρίζεται επαρκώς για να
μη πούμε ότι υπονομεύεται από το κυρίαρχο σύστημα.
Το
μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι η συγκρότηση ενός συνειδητού υποκειμένου της
κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα-ενότητας του χώρου όχι μόνον για να υπάρξουν
οι αναγκαίες πιέσεις προς το πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως για να αναδειχθεί η
σημασία της κοινωνικής οικονομίας τον 21ο αιώνα στην αντιμετώπιση
της ανεργίας και φτώχειας.
Η σημασία
της κοινωνικής οικονομίας στη παρούσα ιστορική συγκυρία δεν είναι απλά μια
εναλλακτική μορφή επιχείρησης κοινωνικής ευαισθησίας μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα. Τέτοιες επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί υπήρχαν πολλές τους δύο
τελευταίους αιώνες με αρκετά καλά παραδείγματα χωρίς να συνιστούν ένα ξεχωριστό
τομέα της οικονομίας.
Δεν
πρόκειται λοιπόν για μεμονωμένα παραδείγματα-νησίδες στον ωκεανό της ιδιωτικής
οικονομίας. Δεν πρόκειται για «το δέντρο» αλλά για το «δάσος» που συνιστά ένα
ολόκληρο «οικοσύστημα» ικανό να προσφέρει οξυγόνο σε ένα πολιτικοοικονομικό
σύστημα το οποίο συμπτώματα δύσπνοιας θα μπορούσαμε να πούμε από τις κρίσεις
χρέους και την διόγκωση της ανεργίας.
Με αυτό τον
τρόπο μπορούμε να προσεγγίσουμε σωστά και αποτελεσματικά το ζήτημα της
κοινωνικής οικονομίας και όχι απλά εκθειάζοντας κάποια μεμονωμένα «καλά
παραδείγματα» -παραδείγματα που συνιστούν συνήθως αξιέπαινες προσωπικές
προσπάθειες αλλά σε καμιά περίπτωση συστημικές λύσεις όταν υπάρχουν ταυτόχρονα
χιλιάδες άλλα αποτυχημένα παραδείγματα που μπορούν αντιπαραβληθούν και να
απογοητεύσουν.
Η κοινωνική
οικονομία ως σύστημα δεν απομίμηση του κράτους η της αγοράς για να αναπτυχθεί
με την μεταφορά πόρων με χορηγίες για να είναι βιώσιμη όπως συμβαίνει πολλές
φορές με ιδρύματα.
Η κοινωνική
οικονομία στην εποχή μας πέραν των προσωπικών παραδειγμάτων στηρίζεται στο
κοινωνικό κεφάλαιο που διαμορφώνουν μεγάλες και μικρές συλλογικότητες
κοινωνικού σκοπού , στην ενεργοποίηση ανενεργών ανθρώπινων πόρων που βγαίνουν
εκτός της παραδοσιακής μισθωτής εργασίας, εκτός παραγωγικής διαδικασίας αλλά μπορούν επαναδραστηριοποιθούν οικονομικά με το
συνεργατισμό, επενδύοντας το ίδιο το κοινωνικό τους κεφάλαιο και την εργασία τους
εκεί που η αγορά δεν θέλει η δεν μπορεί να επενδύσει.
Οι
οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών χρειάζονται σήμερα μια ενοποιητική θεωρία και
μια θεσμική – οργανωτική καινοτομία που θα τις καταστήσει ικανές να παίξουν τον
ιστορικό τους ρόλο ως συλλογικό υποκείμενο. Να αυτοπροσδιοριστούν δηλαδή στον
τρόπο που θα συνεργάζονται και θα παράγουν αξιοποιώντας όλο το ανθρώπινο -
κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτουν.
Το συνέδριο
της κοινωνικής οικονομίας για πρώτη φορά στην Ελλάδα που προωθείται από τα
κάτω, μπορεί να αναδειχθεί σε μια μεγάλη ευκαιρία που θα συμβάλλει στον
μετασχηματισμό της πρωτοβάθμιας αλλά κατακερματισμένης κοινωνικής δημιουργίας
σε ενιαία δύναμη ανάτασης της κοινωνίας απελευθερώνοντας δημιουργικές δυνάμεις.
*Βασίλης Τακτικός είναι συντονιστής του
Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου Οργανώσεων κοινωνίας Πολιτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου