ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Το επίπεδο ανάπτυξης και η φτώχεια αποτελούν θέματα τα
οποία βρίσκονται διαχρονικώς υψηλά στην ημερήσια διάταξη όλων των οργανωμένων
κοινωνιών. Επιπλέον, αποτελούν δομικά τους προβλήματα, μεγαλύτερου ή μικρότερου
βαθμού, ανάλογα με την αποτελεσματικότητα της μεθόδου –κατασταλτική ή προληπτική– η
οποία κάθε φορά επιλέγεται για την αντιμετώπισή τους. Ο εντοπισμός και η
αναγνώριση του εκάστοτε προβλήματος, η σωστή περιγραφή και η σε βάθος ανάλυσή
του αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των
κατάλληλων πολιτικών με στόχο την εξάλειψη της φτώχειας. Εάν δεν έχουμε ήδη
βρει το κλειδί της εξάλειψής της, μπορούμε άμεσα να δοκιμάζουμε τρόπους για τον
αποτελεσματικότερο χειρισμό των συνεπειών της.
Στη βάση αυτού του δημιουργικού
πειραματισμού και με την ταυτόχρονη αξιοποίηση του ρόλου της οικονομίας που
πρότεινε η Esther Duflo, εντάσσεται η «Επιστήμη κατά της φτώχειας». Η Esther
Duflo συγκαταλέγεται στους κυριότερους εκπροσώπους μιας σχολής οικονομικής
σκέψης που δε στηρίζεται σε μαθηματικά μοντέλα, αλλά στην εφαρμογή εμπειρικών
και πειραματικών μεθόδων. Αυτές οι μέθοδοι επέτρεψαν να δοθούν επιτυχείς λύσεις
σε συγκεκριμένα προβλήματα και ανανέωσαν ριζικά τα οικονομικά της ανάπτυξης.
Κατά τη γνώμη της, ο οικονομολόγος μπορεί να είναι εκτός από καθαρός
επιστήμονας, ένας τεχνικός που συνδυάζει την αποκτηθείσα γνώση από την εμπειρία
του παρελθόντος με την πειραματική μέθοδο, δηλαδή, τη δοκιμή νέων τρόπων για
την αντιμετώπιση ειδικών προβλημάτων, όπως το «μοντέλο Grameen» για την παροχή
μικροδανείων με όρους στους φτωχούς, προς αντικατάσταση των τοκογλύφων των
χωριών.


Σύμφωνα με το επίμετρο του Α. Δ.
Παπαγιαννίδη στο βιβλίο της Duflo, «Πέρα από μια φωτισμένη ξενάγηση στα
οικονομικά της ανάπτυξης και στη μάχη κατά της φτώχειας, η Esther Duflo
προτείνει μια προσέγγιση που καταλήγει σε παρεμβατική άσκηση των οικονομικών».
Ο οικονομολόγος γίνεται παράγοντας διαμόρφωσης της προς εφαρμογή οικονομικής
πολιτικής μέσω μίας μεθόδου καθαρά πειραματικής. Εφαρμόζει μεθόδους στην πράξη,
προς επαλήθευση θεωριών και ενίσχυση του corpus τους μέσω συνεχούς αξιολόγησης
και επανάληψης της πειραματικής προσέγγισης, τηρώντας αυστηρά τις επιστημονικές
προδιαγραφές. Διαφορετικά, οι θεωρίες διαψεύδονται με απώτερο στόχο τη βελτίωση
της ανθρώπινης καθημερινότητας. Με τον τρόπο αυτό, επιφυλάσσεται ένας ρόλος των
οικονομικών ως επιστήμη και πιο συγκεκριμένα, ένας ρόλος του οικονομολόγου ως
μηχανικού αν όχι εξειδικευμένου υδραυλικού. Η Duflo είναι πεπεισμένη ότι ο
οικονομολόγος που στρατολογείται στο όνομα της πολιτικής είτε ως τεχνοκράτης -
σύμβουλος, είτε ως κυβερνητικός παράγοντας, μπορεί σε κάθε περίπτωση να
δοκιμάσει να προσφέρει, με την προσδοκία ότι θα επιτύχει. Διευκολύνεται, ακόμη
και σε διαδικασίες πειραματισμού, από τη ρουζβελτιανή σοφή και θαρραλέα
αναγνώριση ότι: “The country needs and […] demands bold, persistent,
experimentation. It is common sense to take a method and try it: If it
fails, admit it frankly and try another. But
above all, try something”[4].
Πώς συνδέονται οι ανεπτυγμένες
οικονομίες –όπως η Ελλάδα του 2012– και τα προβλήματά τους, με την
αναπτυξιακή διαδικασία στον Τρίτο Κόσμο; Με το πώς προωθείται η χρήση
κατάλληλων λιπασμάτων στο Μαλάουι, με το πώς μοιράζονται, σε ποιά τιμή και πόσο
χρησιμοποιούνται κουνουπιέρες στις εγκύους στην Κένυα, με το πώς δίνονται
μικροδάνεια στο Μπανγκλαντές, με το πώς καταρρέει το εκπαιδευτικό σύστημα και
το ΕΣΥ της Ινδίας, με το πώς αξιολογείται η συμμετοχή των γυναικών στην
πολιτική στο Ράτζασταν ή τη Δυτική Βεγγάλη; Η Ελλάδα δεν ήταν ανέκαθεν μια
ανεπτυγμένη χώρα. Διαθέτει άφθονες μνήμες της φτώχειας και της μετέπειτα
εμπειρίας ανάπτυξης. Τα βήματα των παππούδων και των προπάππων μας «πέρασαν»
μέσα από παρόμοιες αναζητήσεις και πειραματισμούς με εκείνους της σημερινής
Αφρικής ή της Ασίας. Και να, που τώρα βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο οι
μνήμες να ζωντανέψουν.
Η διάχυση της ιστορίας, της γνώσης του
καινοτόμου και η αλλαγή πολιτικής είναι βαρύνουσας σημασίας. Εδώ, η Ελλάδα
ακολούθησε τησύγχρονη παγκόσμια τάση. Παρακολούθησε την αποδόμηση των δανειακών
θέσεων των νοικοκυριών της μέσα σε μία μόλις δεκαετία και απώλεσε δικαιώματα
κοινωνικής ασφάλισης αφού εκμεταλλεύτηκε την πλουσιοπάροχη αλλά άσκοπη και
αναποτελεσματική κρατική διάθεση κοινωνικών επιδομάτων. Σε ό,τι αφορά τη
δημόσια εκπαίδευση, παρακολουθήσαμε επί χρόνια την αιμορραγία προς τον ιδιωτικό
τομέα του οποίου η ρύθμιση ξεκίνησε μόλις πρόσφατα. Πλέον, ήδη παρακολουθούμε
την αντίστροφη πορεία για τους λανθασμένους, φυσικά, λόγους. Το δημόσιο σχολείο
δε βελτιώθηκε σε ικανό βαθμό ώστε να προσελκύσει. Αντιθέτως, υπολείπεται
βασικών υποδομών και έμψυχου υλικού προκειμένου να καλύψει τα ρεύματα της
επιστροφής των γόνων των πρώην προνομιούχων οικογενειών οι οποίες «χτυπήθηκαν» από
την οικονομική κρίση. Ίδια πορεία παρατηρείται και στο σύστημα δημόσιας υγείας
τη στιγμή που εμείς ακόμη αναζητούμε τις αιτίες αιμορραγίας απίστευτων
οικονομικών πόρων με κατεύθυνση τις τσέπες επιτηδείων. Αν μιλήσουμε για
συμμετοχή των γυναικών σε πολιτικές θέσεις, θα παρατηρήσουμε κάποια βελτίωση
εξαιτίας των ποσοστώσεων, αλλά θα ξεχωρίσουμε πάνω απ' όλα τις διακηρύξεις
μεταρρυθμιστικών προθέσεων κενών μετουσίωσης σε πράξη.
Αν εμπιστευτούμε –εμείς οι Έλληνες– την
ασφαλιστική δικλείδα της Duflo στη ρουζβελτιανή
παραδοχή που αναφέραμε παραπάνω, τότε θα πρέπει να αναμένουμε τον από μηχανής
θεό οικονομολόγο που θα μας βγάλει από τις «συμπληγάδες» της οικονομικής μας
κρίσης. Έχουμε ανάγκη από καινοτόμες προσεγγίσεις, απελευθερωμένες από τα
στεγανά που επιβάλει η πειθαρχία της Ευρωζώνης.
Αν ήδη αναρωτιέστε κατά πόσο η ελληνική
οικονομία μπορεί να γίνει πεδίο πειραματισμών και δοκιμών, όπως έγινε η Αφρική
ή η Ινδία με τη χρήση λιπάσματος ή τη γενίκευση της
χρήσης της κουνουπιέρας, τότε θα σας υπενθυμίσω ότι ο Roosevelt αναφερόταν με τη φράση του “...above all, trysomething...” στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Μεγάλης Ύφεσης του 1930. Συνεπώς, δοκιμάζοντας τη λογική
του δημιουργικού πειραματισμού της Duflo, η Ελλάδα του 2012 θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει και
πάλι στην Ε.Ε. και στο διεθνές στερέωμα, αναπολώντας το 1981, όταν οδηγούσε την
ΕΟΚ στη διαμόρφωση περιφερειακής πολιτικής, πειραματιζόμενη με τα Μεσογειακά
Ολοκληρωμένα Προγράμματα που αργότερα αντικαταστάθηκαν από τα Κοινοτικά Πλαίσια
Στήριξης. Τώρα, οφείλει να υποδείξει το μονόδρομο της ομοσπονδιακής λογικής της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να εξασφαλίσει την ενότητά της και τη διασφάλιση των
κεκτημένων της.
[1] Esther Duflo, Η
Πάλη κατά της φτώχειας, Α.Δ. Παπαγιαννίδης (μετάφραση – επίμετρο),
Αθήνα, Πόλις, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου