Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Νεοφιλελευθερισμός και σοσιαλδημοκρατία τον 21ο αιώνα

 

https://www.timesnews.gr/neofileleytherismos-kai-sosialdimokratia-ton-21o-aiona/

Στις Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 2021

Ο νεοφιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι δύο κυρίες πολιτικές δυνάμεις που εναλλάσσονται στην εξουσία στις αρχές του 21ο αιώνα, συνεχίζοντας με το ίδιο σκηνικό όπως όλο το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Μοναδική διαφοροποίηση είναι η παρουσία των Πράσινων καθώς έχει μπει στην πολιτική ατζέντα το περιβάλλον και η κλιματική αλλαγή. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις μεταξύ τους στις κυριότερες χώρες της Ευρώπης είναι επίσης μια συνήθη πρακτική που αμβλύνει τις ιδεολογικές διαφορές.

Μια γρήγορη ματιά στις εξελίξεις όμως μας δείχνει ότι πολιτικός εκσυγχρονισμός δεν ακολουθεί τον θεαματικό τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την και την ανάπτυξη της παραγωγικότητας που εξασφαλίζει η ρομποτική και ψηφιακή τεχνολογία.

Στην πολιτική συζητάμε ακόμη με όρους που διαμορφώθηκαν πριν 50 με 100 χρόνια, την περίοδο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και της αντιπροσωπευτική δημοκρατίας και όχι με τους όρους και τις ανάγκες της σύγχρονης ψηφιακής εποχής.

Η πολιτική ως επάγγελμα έχει εκτοπίσει τον εθελοντισμό στην πολιτική και τα μαζικά κινήματακαι κατά αυτό τον τρόποκαι τα ριζοσπαστικά της στοιχεία.

Οι νέες τεχνολογικές συνθήκες, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και των επιχειρήσεων, η εργασία στο σπίτι, στο πλαίσιο του καπιταλισμού της αγοράς ενώ αναπτύσσουν διαρκώς την παραγωγικότητα ταυτόχρονα, αναπότρεπτα συρρικνώνουν μισθωτή εργασία.

Αυτό σημαίνει ότι δεν καλύπτονται όλες οι σημερινές κοινωνικές ανάγκες που αφορούν το κοινωνικό κράτος και η ανάγκη για την πλήρη απασχόληση στην αγορά εργασίας.

Ζούμε σε μία περίοδο που η αγορά μετά την πανδημία προσέφυγε στο κράτος- για να διασωθούν οι τράπεζες και μεγάλες βιομηχανίες από τη χρεοκοπία. Οι δυνάμεις της αγοράς που γεννούν το πρόβλημα δεν μπορούν να δώσουν λύση.

Το πρόβλημα επίσης είναι φανερό ότι δεν αντιμετωπίζεται μόνο με δημοσιονομικά μέτρα και φόρους. Οι δύο πλευρές του πολιτικού συστήματος κινούνται στο ίδιο πεδίο : φοροαπαλλαγές ζητούν κάθε φορά οι νεοφιλελεύθεροι με το επιχείρημα να γίνουν επενδύσεις και μέσω αυτών να προκύψει η ανάπτυξη και νέους φόρους για τους πολύ πλούσιους προτείνουν οι σοσιαλδημοκράτες για τη μείωση των ανισοτήτων.

Όμως και στις δύο εκδοχές παρά τα τεχνολογικά μέσα, η οικονομία βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, ούτε σημαντική ανάπτυξη έχουμε ούτε καλύτερο κοινωνικό κράτος από την δεκαετία του 80 προκύπτει από αυτή την πολιτική στις χώρες της δύσης.

Προφανώς το κράτος δεν δύναται να επεκτείνει απεριόριστα τις δημόσιες δαπάνες για να καλύψει το κοινωνικό κράτος και την απασχόληση με επιδοτήσεις. Το αποτέλεσματο οποίο έχουμε είναι ότι ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού έφερε τη μεγάλη ύφεση το 2008, που συνεχίζεται .. Από την άλλη πλευρά η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία συμβιβάστηκε με

αυτό το μοντέλο, χωρίς να έχει να προτείνει κάποια εναλλακτική σε σχέση με το επιχειρηματικό παραγωγικό μοντέλο. Οι μεγάλες επιχειρήσεις παρά τα μέτρα πληρώνουν ελάχιστους φόρους για τα κέρδη τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μεγιστάνας πρώην πρόεδρος της Αμερικής Ντόναλτ Τράμπ που δεν πλήρωνε καθόλου φόρους.

Ουσιαστικά και οι δύο πλευρές του συστήματος στηρίχτηκαν εναλλάξ στην οικονομία αγοράς και στο κράτος. Επέλεξαν το καπιταλιστικό παραδειγματικό μοντέλο. Το οποίο δίνει προτεραιότητα στην ιδιωτικοποίηση και την αγορά. Δημόσιες υποδομές ιδιωτικοποιήθηκαν όχι μόνο από τους νεοφιλελεύθερους αλλά και από τους σοσιαλδημοκράτες.

Ωστόσο, είναι καιρός για κάποια μαθήματα από την ιστορία του 2ου αιώνα. Ζούμε σε μία περίοδο που η αγορά προσκύνησε το κράτος για να διασωθούν οι τράπεζες από τη χρεοκοπία. Το ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης που υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι απέτυχε οικτρά. Αν δεν πληρώθηκε το κόστος των καταστρεπτικών συνεπειών είναι γιατί το κράτος κηδεμόνευται σε τελική ανάλυση από την οικονομική ολιγαρχία. Είναι προφανές ότι το κόστος διάσωσης θα το πληρώσουν οι φορολογούμενοι.

Μας λένε ότι οι τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν. Προτιμούν να πτωχεύσουν εκατομμύρια νοικοκυριά. Το κράτος ετσι αποδείχτηκε είναι ένας μεροληπτικός διαιτητής.

Το κράτος αντιμετωπίζει το πρόβλημα να καλύψει τις ανάγκες κοινωνικής πρόνοιας και να κάνει επενδύσεις εκεί που δεν ενδιαφέρεται να κάνει επενδύσεις η αγορά.

Επενδύσεις ζωτικής σημασίας αυτές οι επενδύσεις για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών και για την αντιμετώπιση της ανεργίας.

Αν λογαριάσουμε αυτά τα δεδομένα και για τις δύο πλευρές του καπιταλιστικού συστήματος, σε πρακτικό επίπεδο εφαρμογής των πολιτικών, οι αποκλίσεις είναι μικρές.

Μόλις μερικά εκατοστά πάνω οι σοσιαλδημοκράτες ενισχύουν το κράτος και μερικά εκατοστά κάτω οι νεοφιλελεύθεροι απομειώνουν το κράτος. Κοινός παρονομαστής είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός, έστω ανομολόγητος μεταξύ κράτους και αγοράς όπως έχει επαναληφθεί στο παρελθόν με την πολιτική του new deal. Όπου ο κρατικός καπιταλισμός συμπληρώνει τα κενά και τις αρρυθμίες της αγοράς.

Εκείνο που διαφοροποιεί αισθητά τις δυο μεγάλες κομματικές παρατάξεις που τις αποκαλούμε Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά είναι η παράδοση. Η παράδοση των μεταρρυθμίσεων και των καινοτομιών που επιδρά στην πολιτική κουλτούρα Και βαραίνει στις πολιτικές αποφάσεις. Η σοσιαλδημοκρατία έχει πλούσια παράδοση μεταρρυθμίσεων όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά στο επίπεδο των δημοκρατικών ελευθεριών και ατομικό δικαιωμάτων.

Έχει παράδοση σε σχέση με το κοινωνικό κράτος και κατά μία έννοια αποδείχθηκε ιστορικά περισσότερο φιλελεύθερη από τους φιλελεύθερους στην εξέλιξη της αστικής Δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων..

Σε ότι αφορά το παρόν και το μέλλον όμως η σοσιαλδημοκρατία, καθόσο συμβιβάστηκε με τον νεοφιλευθερισμό, δεν έχει κάτι καινοτόμο να προτείνει στην οικονομία. Επαναλαμβάνει συνταγές του παρελθόντος για το κοινωνικό κράτος στα πλαίσια του Κενσιανισμού και του κρατικού παρεμβατισμού. Περιορίζεται στο στον κορπορατιβισμό και τη συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεν προτείνει ένα εναλλακτικό παραδειγματικό μοντέλο. Αναιμική είναι επίσης η σχέση της με τη κοινωνική οικονομία.

Έχοντας υπόψη και τους πιο σύγχρονους θεωρητικούς που αποδέχονται την σοσιαλδημοκρατική αντίληψη δεν προκύπτει κάποια εναλλακτική. Διαβάζοντας το βιβλίο του Thomas piketty «το κεφάλαιο τον 21ου αιώνα’, ενώ διαπιστώνουμε την μεγάλη ακρίβεια στοιχείων για την πορεία των ανισοτήτων τους δύο τελευταίους αιώνες και συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας στη μειωσή τους τα πρώτα 30 χρόνια μετά τον πόλεμο, παρατηρούμε στη συνέχεια ότι τα τελευταία 40 χρόνια οι ανισότητες μεγεθύνονται.

Ο συγγραφέας μας προτείνει την μείωση των ανισοτήτων με την επέκταση της φορολογίας των πλουσίων και των φορολογικών παραδείσων- μια παλιά δοκιμασμένη συνταγή. Στη πράξη αυτή η συνταγή λειτουργεί υπό περιορισμούς καθώς οι μεγάλες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να επανεπενδύουν τα κέρδη τους χωρίς φόρους και να αυξάνουν τα χαρτοφυλάκιά τους, κάνοντας τα κέρδη τους μετοχές, σε αξίες ακινήτων και υποδομών.

Διαβάζοντας Επίσης στο βιβλίο της σερί Μπέρμαν «το πρωτείο της πολιτικής» βλέπουμε πως αναδεικνύεται η υπέροχη της σοσιαλδημοκρατίας στις μεταρρυθμίσεις και ιδιαίτερα στις δημοκρατικές φιλελεύθερες κατακτήσεις. Όμως κ΄ αυτό σπουδαίο βιβλίο η συγγραφέας πέρα από τη φορολογία δεν έχει να προτείνει τίποτε άλλο για τη μείωση των ανισοτήτων.

Σήμερα, οι ανάγκες για μεταρρυθμίσεις στην οικονομία αλλά και στη δημοκρατία απαιτούν περισσότερο συμμετοχικές διαδικασίες. Νέες αποτελεσματικές συμμετοχικές διαδικασίες με φόντο τη ψηφιακή εποχή. Το ψηφιακό κράτος είναι που αλλάζει τα δεδομένα στην αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής καθιστώντας το αποτελεσματικό στην οικονομία των δημόσιων υποδομών και εκεί που η γραφειοκρατία του μέχρι τώρα ήταν εμπόδιο. Εξάλλου τα παλιά εμπόδια των αποστάσεων έχουν ξεπεραστεί.

Η συμμετοχική δημοκρατία γίνεται εφικτή μέσω της ηλεκτρονικής Δημοκρατίας των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών.

Η ψηφιακή εποχή μ΄αυτή τη διαδικασία αλλάζει και την κοινωνική οργάνωση αλλά και αυτή την οργάνωση τον κομμάτων.

Η άλλη σύγχρονη δυναμική είναι η κοινωνική οικονομία που αναδύεται στις προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης και Αμερικής αλλά παραμένει στο περιθώριο της πολιτικής.

Η κοινωνική Οικονομία είναι το παραδειγματικό μοντέλο που συνδέεται με την ανάπτυξη και την διεύρυνση της ζήτησης εργασίας, με την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, με την αξιοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων.

Ο συνδυασμός επίσης της κοινωνικής οικονομίας με την πράσινη ανάπτυξη και τα βιολογικά προϊόντα και την οικονομία της κοινωνικής

μέριμνας, είναι ο ποιοτικός στόχος αναβάθμισης της οικονομίας και διεύρυνσης της απασχόλησης με συλλογικές παραγωγικές πρωτοβουλίες.

Οι σοσιαλδημοκράτες, μπορούν να ανακτήσουν το μεταρρυθμιστικό τους προφίλ εάν επιλέξουν ως άξονες πολιτικής την κοινωνική οικονομία, η συμμετοχική δημοκρατία και η πράσινη ανάπτυξη. Το τρίπτυχο που συνθέτει ένα νέο περιεχόμενο και ένα νέο παραδειγματικό μοντέλο, για το όραμα της σοσιαλδημοκρατίας τον 21ο αιώνα.

Βασίλης Τακτικός

 

Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

Ένα ατύχημα της ιστορίας (πανδημία) έγινε θρυαλλίδα πυροδότησης μιας παγκόσμιας  κρίσης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος. Ακολούθως η κρίση  έδειξε, με το πιο εμφαντικό τρόπο ότι το παγκόσμιο πρόβλημα  μπορεί ν΄αντιμετωπιστεί μόνο όταν παρούσα ιστορική φάση το κράτος μπει μπροστά πολιτική . Η αλήθεια είναι ότι βγαίνουμε  από μια περίοδο (των τελευταίων 50 ετών) που τα πρωτεία, η ηγεμονία και η διεύθυνση του κόσμου ανήκαν επί της ουσίας στις τυφλές δυνάμεις της αγοράς κεφαλαίου, που κατεύθυναν τους πόρους και την αγορά εργασίας και μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο παρεμβατισμού.

Υπάρχουν δυο βόμβες που έχουν να εκραγούν στα θεμέλια του οικονομικού συστήματος η μία αφορά την υπερχρέωση των κρατών και άλλη την ανεξέλεγκτη ανεργία.

Αυτή την φορά ούτε οι επαναστάτες ούτε οι τρομοκράτες απειλούν να αλλάξουν την εξουσία. Είμαστε απλά μπροστά σε μια περίοδο μετάβασης από ένα σύστημα που ηγεμονεύουν οι ελίτ της οικονομικής ολιγαρχίας σε μια περίοδο αμφισβήτησης που ξαναμπαίνει το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική.

Μια περίοδο που κατείχαν τα μονοπώλια σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τις τράπεζΕς και μέσω αυτών κατεύθυναν και τη πολιτική. Ξαφνικά το σχετικά  απρόσμενο γεγονός της πανδημίας, μας εισάγει σε μια περίοδο που το πρωτείο η ηγεμονία του κόσμου επιστρέφει ξανά και αναπόφευκτα στην πολιτική. Διαπιστώνεται ότι, η κατεύθυνση των πόρων πρέπει αλλάξει και αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει μόνο η πολιτική που αντανακλά και τη λαϊκή θέληση. Το σημείο καμπής βέβαια είναι η υγειονομική κρίση αλλά αυτό ανταποκρίνεται σε βαθύτερες διεργασίες που αργά η γρήγορα θα εμφανιστούν, όπως είναι η υπερχρέωση και η ανεργία. Η ανάγκη το κράτος να βγει μπροστά και να αντιμετωπίσει την κρίση εκεί που η αγορά έχει βραχυκυκλώσει δίνει προβάδισμα στην πολιτική.

Βέβαια, θα παρατηρήσει κανείς ότι ο κόσμος σε αυτή την ιστορική φάση δεν εμπιστεύεται όσο θα ήταν απαραίτητο την πολιτική και τους πολιτικούς και δεν συμμετέχει στα κόμματα. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, η πολιτική και κατ΄επέκταση η δημοκρατία δεν συγκινεί τον κόσμο είναι γιατί έν πολλοίς είχε γίνει φερέφωνο της οικονομικής ολιγαρχίας στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της. Οφείλεται στη διαφθορά της πολιτικής από το σύστημα. Τώρα όμως η κατάσταση αντιστρέφεται. Η κρίση αντιπροσωπεύει «μια νέα κολοσσιαία αποτυχία της νεοφιλελεύθερης πλευράς του καπιταλισμού και δεν μπορεί να κρυφτεί.

Οι πάντες προστρέχουν στο κράτος για να διασωθούν ακόμα και οι πετρελαϊκές εταιρείες ζητούν επιδοτήσεις. Οι περισσότερες επιχειρήσεις ζητούν δάνεια με την εγγύηση του κράτους για ορθοποδήσουν. Προέχει όμως η υγεία των ανθρώπων και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα απέναντι στην νέα έκρηξη της ανεργίας. Κι αυτό απαιτεί πολιτική απάντηση που καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει. Για πρώτη φορά η υγεία τίθεται καθοριστικά  πάνω από τις οικονομικές επιπτώσεις κι αυτό είναι μια σημαντική εξέλιξη στο πολιτικό πολιτισμό.

Το αντίκτυπο στο επίπεδο των  κυβερνήσεων είναι πως  πολιτικοί νιώθουν ότι θα χάσουν την εξουσία αν αποτύχουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα κριτήρια ανάδειξή τους με μιας έχουν αλλάξει. Προέχει η ζωή η οικονομία έπεται.

Ας δούμε τι πραγματικά έχει συμβεί που κλονίζει την πεποίθηση για το άτρωτο του καπιταλισμού και της ανθεκτικότητας του συστήματος. Ποια είναι η αντανάκλαση της φύσης στις πολιτικές σχέσεις των ανθρώπων. Που είναι το αόρατο χέρι που αλάνθαστα μας καθοδηγεί. Η κλασική και νεοκλασική οικονομική θεωρία υποστήριζε πάντα ότι η οικονομία της αγοράς και η ανταγωνιστικότητα αντανακλάται από την φύση των πραγμάτων και σχεδιάζεται επιστημονικά με τα μαθηματικά μοντέλα.

 Το ανταγωνιστικό συμφέρον του παραγωγού να αυξήσει την τιμή και του καταναλωτή να τη μειώσει βρίσκει μια συμφέρουσα ισορροπία και για τις δύο πλευρές. Να όμως που αυτή η ισορροπία ανατρέπεται πρώτα από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς που σε μονοπωλιακές συνθήκες ανεβάζουν  αυθαίρετα τις τιμές παρόλο που αυξάνεται η ζήτηση και λογικά μειώνεται το κόστος παραγωγής. Αυτό έγινε με την πετρελαϊκή κρίση του 73 και ακριβώς το αντίστροφο γίνεται τώρα με τη γενική πτώση του καταναλωτισμού, κι αυτό ξεκίνησε πριν την κρίση του κωρονοϊού.

Είναι προφανές πως τα ελλείμματα στα συστήματα υγείας που παρατηρήθηκαν στα κράτη με αποκορύφωμα την Αμερική ήσαν καθαρά πολιτικές επιλογές. Για ποια φυσική τάση της οικονομικής επιστήμης μπορούμε να μιλάμε εκτός των κατευθύνσεων της κυρίαρχης εξουσίας;  Στην πραγματικότητα εάν θέλουμε να βρούμε ένα παραλληλισμό με τη φύση, αυτός μπορεί είναι όπως τα υπόγεια ρεύματα τα οποία  κάτω από το φλοιό της γης κινούν τις τεκτονικές πλάκες και προκαλούν ρήγματα που αλλάζουν όχι μόνο την μορφολογία της γης αλλά και τη ζωή πάνω σ΄αυτή.

 Τα πάντα λοιπόν μπορούν να αλλάξουν σε βάθος χρόνου στη φύση, αλλά και πολύ περισσότερο στα πρότυπα της οικονομίας, σε κάποιες μεγάλες στιγμές. Το ίδιο και οι προτεραιότητες της πολιτικής. Όπως η οικονομία μπορεί να καταστραφεί από φυσικές αιτίες έτσι μπορεί να καταστραφεί και από πολιτικές επιλογές. Έτσι μάλλον έρχεται στη ζωή μας το πρωτείο της πολιτικής. Το κράτος μπροστά στον κίνδυνο Της Καταστροφής αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων τον σπουδαιότερο ρόλοπου μπορεί να παίξει  να διασώσει την κοινωνία. Είναι η περίοδος που η ανάγκη αυτή δεν δύναται  να κρυφτεί και το κράτος να κάνει το θέλημα της αγοράς Κεφαλαίου και της κερδοσκοπίας. Χωρίς κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να λειτουργήσει και η αγορά. Αν τελικά το κράτος αγνοήσει την κοινωνία θα χρεοκοπήσει και θα καταρρεύσει  το ίδιο.

ο φόβος ήταν πολλαπλάσιος σε σχέση με  τα θύματα».

 

Για την κρ΄ση του 2020 ιστορία πιθανόν θα γράψει: «Τότε  πανικοβλήθηκαν οι ελίτ.. ο φόβος ήταν πολλαπλάσιος σε σχέση τα θύματα».

Οι Κυβερνήσεις παρομοίασαν την υγειονομική κρίση με παγκόσμιο πόλεμο που προκάλεσε ένας αόρατος εχθρός. Και πράγματι αν και τα θύματα δεν ξεπέρασαν ούτε το 1% συγκριτικά με το 2ου παγκοσμίου πολέμου οι επιπτώσεις στη παγκόσμια οικονομία και απασχόληση ήσαν τεράστιες. Η ύφεση τη πρώτη χρονιά ξεπέρασε το 10% ξεπερνώντας  κατά πολύ την πρόβλεψη του ΔΝΤ που ήταν στο 3%. Η ανεργία έφθασε σε επίπεδο ρεκόρ και ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας κατέρρευσαν όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές οι κατασκευές και το λιανικό εμπόριο. Η απειλή της πείνας σε μεγάλα τμήματα πληθυσμού θα μπορούσε να δημιουργήσει κοινωνικά εκρηκτικές διαστάσεις.

Μιλάμε για τις εντυπώσεις που θα επικρατήσουν σε μεταγενέστερο χρόνο γιατί αυτό έχει τελικά σημασία στη πρόβλεψη των επερχόμενων γεγονότων.

Έτσι κατ΄αρχή έχουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα πως εξηγείται  το φαινόμενο των τεράστιων και δυσανάλογων επιπτώσεων σε σχέση με τη φονικότητα του ιού; Απλούστατα ο ιός δεν έκανε εθνικές και ταξικές διακρίσεις και δεν σεβάστηκε τις εξουσίες. Απειλούσε τους πάντες. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο π.χ  οι ηγέτες Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ , Στάλιν, παρά τις γενικές καταστροφές, έμεναν στο απυρόβλητο του πολέμου. Τότε οι απώλειες αφορούσαν τις μάζες. Τώρα αφορούσαν εξίσου τις διευθυντικές ελίτ και τους μεγιστάνες, αυτή είναι η διαφορά που κάνει ο λεγόμενος αόρατος πόλεμος.

Επομένως, η υγειονομική κρίση απειλούσε άμεσα όλες  τις εξουσίες καθώς και τις οικονομικές ολιγαρχίες. Η υγειονομική κρίση εξάλλου ξέσπασε  και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη στην παγκόσμια έκθεση του Μιλάνου, στο τόπο  που συγκεντρώνεται κάθε χρόνο η Ελίτ της παγκόσμια αγοράς. Έτσι απλώθηκε άμεσα και ο πανικός στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Τότε όλοι διαπίστωσαν ότι τελευταία καταφυγή είναι το κράτος για την αντιμετώπιση της κρίσης και έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα. Να επιδοτηθούν άμεσα οι πληγέντες εργαζόμενοι και επιχειρήσεις. Ωστόσο, τα περιοριστικά μέτρα έφεραν ένα τεράστιο πλήγμα στον καταναλωτισμό. Ρήγματα στις αγορές. Βαθύτερα ρήγματα στο παραδειγματικό μοντέλο της οικονομίας από την οικονομική κρίση του 2008. Αυτοί που αψήφησαν αρχικά τον κίνδυνο το πλήρωσαν πιο ακριβά από όλους όπως Τράμπ, Τζόνσον και Ερτογάν. Τα υγειονομικά τους συστήματα των χωρών τους κατέρρευσαν. Ενώ αντίθετα οι χώρες που πήραν έγκαιρα περιοριστικά μέτρα περιόρισαν το κακό και κάλυψαν εν μέρει το τα ελλείμματα στις υγειονομικές υποδομές. Η ανθρωπιστική κρίση αναχαίτησε την βούληση των αγορών.

Τα ελλείμματα  στα συστήματα υγείας αναδείχθηκαν για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση και η χρηματοδότηση στη δημόσια υγεία έγινε επιτακτική την ίδια στιγμή που από την άλλη πλευρά γίνεται φανερό ότι με τη προώθηση του ψηφιακού κράτους και των ψηφιακών υπηρεσιών μπορούν να εξοικονομηθούν πόροι για τη υγεία. Η εργασία στο σπίτι αναδείχθηκε μια εκσυγχρονιστική πρακτική που υπόσχεται πολλά για το μέλλον.

Στη ουσία ανεστάλη η ισχύς του υπερκαταναλωτικού μοντέλο υπέρ των άμεσων βιοτικών αναγκών που είναι η υγεία, η τροφή και η ενέργεια. Ο πόλεμος με τον αόρατο εχθρό είχε  αναγκαστικά και τους περιφερειακούς πολέμους μεταξύ των κρατών και αυτό έχει ως συνέπεια ότι μπορούν να περιοριστούν και οι δαπάνες για εξοπλισμούς.

Αυτός ο αναγκαστικός επαναπροσδιορισμός της οικονομίας που λειτουργεί ως αναγκαστικός νόμος αλλάζει άρδην και τις οικονομικές προτεραιότητες και εντέλει το ίδιο το παραδειγματικό μοντέλο. Επισπεύδει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν μια δεκαετία τουλάχιστον να ωριμάσουν. Το κράτος ενισχύεται αναγκαστικά με έναν άλλο ρόλο σε μια διαδικασία μετάβασης. Οι αγορές για ένα κρίσιμο διάστημα θα έχουν παροπλιστεί πολιτικά για υπαγορεύσουν τις πολιτικές επιλογές. Η πολιτική θα έχει την ευκαιρία να πάψει να είναι φερέφωνο της οικονομικής ολιγαρχίας.

Να πως εξελίσσονται τα πράγματα κάτω από το νόμο της αδήριτης ανάγκης. Από τη μια μεριά άνεργοι και ανήμποροι και από την άλλη επιχειρήσεις που έχουν βουλιάξει μέσα στη κρίση  μπορούμε να φανταστούμε ποιες θα είναι οι συνέπειες. Το κράτος έχει στην ουσία δυο επιλογές για να ανταποκριθεί στις αυξημένες υποχρεώσεις ή θα επεκτείνει τον δανεισμό του ή θα πρέπει να κόψει νέο χρήμα. Και οι δυο επιλογές αναπόφευκτα αργά η γρήγορα οδηγούν σε ρήξη με το μεγάλο Κεφάλαιο για μη πτωχεύσουν τα κράτη. Γιατί αν πτωχεύσουν τα κράτη τότε οι απώλειες για το κεφάλαιο θα είναι μεγαλύτερες χωρίς την επιλογή διαφυγής κεφαλαίων σε μια γενικευμένη κρίση σε κάποια άλλα κράτη.

Τότε δεν θα μπορούν να υπάρξουν συμβατικές λύσεις όσο κι αν επιμένει η Μέρκελ και οι δορυφόροι της Γερμανίας. Το κούρεμα κεφαλαίων θα μπει στην ημερήσια διάταξη όπως και η ανάγκη της Ε.Ε να κόψει νέο χρήμα. Γιατί όταν η κατάρρευση θα είναι δεδομένη το επιχείρημα της οικονομικής σταθερότητας είναι γελοίο.

 

 

Ο ιός προσβάλλει περισσότερο και την

υγεία της αγοράς

 

Είναι πλέον φανερό ότι η πανδημία που έχει ξεσπάσει δεν αφορά μόνο την υγεία αλλά και την βιωσιμότητα της οικονομίας. Για παράδειγμα η πτώση των τιμών του πετρελαίου, είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα που δείχνουν τη βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει η παγκόσμια οικονομία και φαίνεται σαν ο ιός να έχει προσβάλλει απευθείας την αγορά πετρελαίου. Οι άνθρωποι δεν κινούν τα αυτοκίνητά τους εφόσον υπάρχουν περιορισμοί στην κυκλοφορία και πρέπει να «μείνουν σπίτι». Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου αεροπορικού επιβατικού στόλου είναι καθηλωμένο.

Οι λόγοι της συνεχιζόμενης δραματικής πτώσης των τιμών θεωρείται πως είναι η εξαιρετικά μειωμένη ζήτηση, εξαιτίας των περιορισμών στις μεταφορές και στην οικονομική δραστηριότητα που επιβλήθηκαν απ’ άκρου σ’ άκρο του πλανήτη, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας του κορονοϊού, και στο γεγονός ότι η παραγωγή δεν αναπροσαρμόστηκε επαρκώς. Η γενική πτώση της κατανάλωσης φέρνει και τη πτώση παραγωγής σε πολλούς τομείς με αποτέλεσμα τη γενική ύφεση της οικονομίας

Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά.

Η πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου όταν αφορά τη μείωση της κυκλοφορίας μπορεί να σημαίνει εξοικονόμηση πόρων για όλους βασικούς τομείς της οικονομίας όπως είναι διατροφή και υγεία.

Με τον αναπόφευκτο επαναπροσδιορισμό των οικονομικών προτεραιοτήτων σε περίοδο κρίσης άλλοι τομείς θα βγουν ενισχυμένοι και άλλοι θα βρεθούν στους μεγάλους χαμένους.

Στους χαμένους π.χ αναμένεται να βρεθούν οι Αμερικανοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου. Καθώς το κόστος είναι 50 δολάρια το βαρέλι και η τιμή τώρα κινείται κάτω από τα 30 ή και πιο χαμηλά.
Την ίδια ώρα ο κλάδος αυτός στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα υπερχρεωμένος, με συνολικό κόστος 200 δισεκατομμύρια και ένα μεγάλο μέρος των ομολόγων που έχουν εκδώσει ενεργειακές εταιρείες αναμένεται να υποβαθμιστεί. Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν ότι έρχεται
χιονοστιβάδα στη πτώση των μετοχών.

Η Κίνα από την άλλη μεριά που είναι εισαγωγέας πετρελαίου θα επωφεληθεί από κάθε πλευρά μειώνοντας το κόστος παραγωγής.

Το ίδιο θα συμβεί και στη μικρή Ελλάδα με τη διαφορά ότι εμείς θα έχουμε μεγάλο έλλειμμα από τον τουρισμό. Έτσι μπορεί να εξοικονομήσουμε 3 δισ. από τη μείωση της κατανάλωσης σε καύσιμο αλλά να χάσουμε 10 δισ. στο τουρισμό.

Τα κράτη θα κληθούν σε κάθε περίπτωση να καλύψουν τα ελλείμματα από την ύφεση που κατά μέσο όρο θα φθάσει το 20%.

Όπως λέει ο διάσημος οικονομολόγος Ρουμπινί: Έρχεται η τέλεια καταιγίδα. Χρέη και χρεοκοπίες. Η πολιτική απάντηση στην κρίση της Covid-19 συνεπάγεται τεράστια αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων -της τάξης του 10% του ΑΕΠ ή περισσότερο-, σε μία εποχή που τα επίπεδα δημόσιου χρέους σε πολλές χώρες ήταν ήδη υψηλά, αν όχι μη βιώσιμα.

Κούρεμα κεφαλαίων

Έλεγα πριν λίγο καιρό στα γραπτά μου και πριν ξεσπάσει η πανδημία για την μεγάλη παγκόσμια φούσκα η οποία θα σκάσει όταν το παγκόσμιο χρέος των κρατών φτάσει στο 130% και πλέον για όλες τις χώρες. Τώρα με το ξέσπασμα της πανδημίας το δημόσιο χρέος σε παγκόσμιο επίπεδο προβλέπεται να φθάσει πολύ σύντομα σε αυτό το ύψος. Τοποθετούσα αυτό το μπαμ όπως και άλλοι σε βάθος δεκαετίας. Όμως, με την πανδημία αυτή η διαδικασία επιταχύνεται και θα το δούμε μέσα στα επόμενα δύο –τρία χρόνια. Τότε θα βλέπουμε μετοχές να βουλιάζουν από μεγάλες εταιρείες και τράπεζες, πετρελαϊκές, αυτοκινητοβιομηχανίες, κατασκευαστικές, τουριστικές κ.λπ.

Να ζητούν επιδοτήσεις από τα κράτη για να διασωθούν αλλά τα κράτη δεν θα μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος χωρίς να πτωχεύσουν τα ίδια. Τότε οπωσδήποτε θα γίνει αναπόφευκτα με κάποιο τρόπο αυτό που απεύχονται οι ολιγαρχικές οικονομικές ελίτ.
το κούρεμα κεφαλαίων.

 

 

Η αλήθεια και οι πλάνες στο οικονομικό σύστημα: 3788

Από το 2007 και μετά έχει κλονιστεί σε βάθος η αντίληψη ότι το κυρίαρχο σύστημα είναι άτρωτο και αιώνιο. Όχι μόνο γιατί δεν ήλθε «το τέλος της ιστορίας» όπως είχε προμηνύσει ο Φουκουγιάμα είκοσι χρόνια σχεδόν πριν, με αφορμή τη πτώση του σοβιετικού μοντέλου, αλλά κυρίως γιατί κλονίστηκε συθέμελα και η λεγόμενη οικονομική επιστήμη.

 

Σπουδαίοι οικονομολόγοι έμεινα άναυδοι από τις εξελίξεις. Τα μαθηματικά τους μοντέλα τα οποία προσέφεραν επιστημονική κάλυψη για πολλά χρόνια στις κυβερνήσεις, εν πολλοίς αχρηστεύθηκαν η τουλάχιστον έχασαν το επιστημονικό τους κύρος. Τι πράγματι είχε συμβεί και από τη μια στιγμή στην άλλη εκεί που προέβλεπαν ακόμη πιο ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας, έσκασε η μεγάλη φούσκα των τραπεζών και η οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση και ανεργία.

Τι έγινε και εκεί που οι σπουδαίοι οικονομολόγοι επέκριναν τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία έτρεχαν τώρα να ζητήσουν από τα κράτη βοήθεια για τις καταρρέουσες τράπεζες και άρα να ζητήσουν παρεμβατισμό προς οφελός τους και εις βάρος των φορολογούμενων. Πού πήγε η επιστημοσύνη τους ώστε να προβλέψουν;

Πόσο αληθινή είναι η επιστημονική αλήθεια με τα μαθηματικά μοντέλα στην οικονομία; Αρκούν τα μαθηματικά για να κάνουν επιστημονική μια ιδεολογική υπόθεση που στο τέλος-τέλος κρύβει οικονομικά συμφέροντα. Ο λεγόμενος «επιστημονικός» (σοβιετικός) σοσιαλισμός κατέρρευσε καθώς αποδείχθηκε από τη ζωή ότι, η επιστήμη του στην οικονομία ήταν σκέτη προπαγάνδα.

Ο καπιταλισμός πράγματι έμεινε χωρίς αντίπαλο δέος, αλλά 20 χρόνια αργότερα κλονίζεται σοβαρά από τις εσωτερικές του αντιφάσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε παρακάτω. Το γεγονός ότι κρατά την παγκόσμια ηγεμονία του οικονομικού συστήματος ελλείψει αντιπάλου δεν σημαίνει ότι επιστημονικά είναι κυρίαρχος και ότι δεν χάνει έδαφος σ΄αυτό το πεδίο.

Το πρόβλημα είναι τι γνωρίζει και τι πιστεύει ο λαός γιατί υπάρχει πάντα το ζήτημα της ασύμμετρης πληροφόρησης κατά τον Νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς. Της πληροφόρησης και της πρόσβασης που έχουν οι ισχυροί οικονομικοί οργανισμοί και τεχνοκράτες να χειρίζονται τα πράγματα, έναντι της άγνοιας των απλών πολιτών.

Τα τελευταία χρόνια παρά τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα είναι ενδεικτικό ότι ολοένα και περισσότερο η διάσωση βασίζεται στο κράτος, το ελεγχόμενο στην ουσία από την οικονομική ολιγαρχία κράτος για να μη καταρρεύσουν οι τράπεζες και η σταθερότητα στις συναλλαγές.

Η υπερχρέωση όμως των κρατών που προκύπτει ως συνέπεια είναι μια βραδυφλεγής βόμβα. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Με το ρυθμό που αυξάνεται το χρέος από χρόνο σε χρόνο είμαστε μπροστά από μια παγκόσμια χρεοκοπία των κρατών. Και τότε μόνο μια λύση θα υπάρχει εκτός από το πόλεμο. Και στα χέρια των λαών να επιβάλουν το παγκόσμιο κούρεμα των χρεών και μια παγκόσμια σεισάχθεια.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι οι εξελίξεις αυτές κατευθύνονται από το «αόρατο χέρι» του ανταγωνισμού αλλά σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της συνολική ευημερίας που μας είπε ο Ανταμ Σμιθ και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι. Σε γενικές γραμμές η Επιστήμη προσδοκά να εξηγήσει πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος γύρω μας και πώς λειτουργεί. Εδώ όμως υπάρχει συσκότιση.

Ας δούμε γιατί αυτά που διδάσκουν οι οικονομικές σχολές δεν είναι η επιστημονική αλήθεια αλλά δόγματα που επιστημονικοποιούν τις ιδεολογίες και εν προκειμένω το καπιταλιστικό σύστημα ως ιστορικά αναντικατάστατο.

Έχει κυριαρχήσει η άποψη κυρίως μέσα από τη βιομηχανία των μέσων της επικοινωνιακής διαμεσολάβησης αλλά από ακαδημαϊκούς και ειδικούς τεχνοκράτες ότι αυτά που λέει η οικονομική επιστήμη είναι θέσφατο.

Το κυρίαρχο επιχείρημα είναι ότι οικονομική επιστήμη βασίζεται σε μαθηματικά μοντέλα που δεν δέχονται αμφισβήτηση. Ο μαθηματικός λογισμός είναι ιδεολογικά ουδέτερος και αντικειμενικός, άρα και η οικονομική επιστήμη είναι αντικειμενική και η μόνη αλήθεια που πρέπει να μας καθοδηγεί στην οικονομία αφού ως εργαλείο έχει τα μαθηματικά.

Ωστόσο πως εξηγείται το γεγονός ότι η αλήθεια αυτή με τα μαθηματικά μοντέλα και υπολογισμούς τα οποία όπως ξέρουμε κατευθύνουν με απόλυτη ακρίβεια τα διαστημόπλοια και την ίδια στιγμή πέφτουν συχνά έξω στην οικονομία και τις προοπτικές της.

Η απάντηση βέβαια είναι ότι άλλο ζήτημα είναι οι υπολογισμοί στη φύση και τα υλικά πράγματα που έχουν σταθερές συμπεριφορές και άλλο ζήτημα τα φαινόμενα στις ανθρώπινες κοινωνίες που καθοριστικό ρόλο έχουν οι προθέσεις οι στόχοι και τα κίνητρα. Ενίοτε η μαζική κουλτούρα τα ιδεολογικά και θρησκευτικά κίνητρα.

Δεν αναφέρομαι μόνο στην Προτεσταντική Ηθική του Μαξ Βέμπερ ως συμπεριφορά που ανέδειξε ως γνωστόν τις πηγές ανόδου στο φαινόμενο του καπιταλισμού αλλά, στο πρόταγμα και τις προθέσεις που μπαίνουν μπροστά από κάθε μαθηματικό μοντέλο στην οικονομία και καθορίζουν τα όρια εφαρμογής.

Άλλη έννοια έχει επίσης η κερδοφορία μέσα από παραγωγικές επιχειρήσεις και άλλη έννοια η κερδοσκοπία στη χρηματαγορά.
Άλλο ζήτημα είναι να χρησιμοποιείς τα μαθηματικά μοντέλα με ιδεολογικό πρόσημο τη κερδοσκοπία στην οικονομία και την λειτουργία Καζίνων και άλλο υπολογίζοντας ταυτόχρονα την αντιμετώπιση του δημογραφικού και της φτώχειας. Η επιστήμη με πρόσημο τη κερδοσκοπία διογκώνει τη φτώχεια και η επιστήμη με πρόσημο την αντιμετώπιση της φτώχειας μειώνει τη κερδοσκοπία. Η διόγκωση των ανσοτήτων είναι η απόδειξη. Καθώς από την ολοκλήρωση της εκβιομηχάνισης ωφελήθηκε πολύ η οικονομική ολιγαρχία και λιγότερο οι εργαζόμενοι.

Σήμερα αυτή ισορροπία κεφαλαίου εργασίας έχει σε βάθος διαταραχθεί καθώς μειώνονται τα οικονομικά οφέλη για τους πολλούς.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι δραστικότερο από τις ιδεολογικές αντιθέσεις που παίρνουν επιστημονικό χαρακτήρα. Οι αντιφάσεις του ίδιου του συστήματος της κερδοσκοπίας και ανταγωνιστικότητας που προκαλούν ρωγμές στο σύστημα κι αυτό δεν είναι καινούργια αποκάλυψη. Πρόκειται για το κίνητρο του κέρδους που τελικά οδηγεί όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις καταπίνουν τις μικρομεσαίες με το κυνήγι του κέρδους. Έτσι ώστε από ευεργετικό κίνητρο της ανάπτυξης, σε πρώτο στάδιο αφού κάνει το κύκλο του καταλήγει, όχι μόνο στην οικολογική επιβάρυνση του πλανήτη και στη κλιματική αλλαγή, αλλά και στο περιορισμό του κέρδους μέσα από τη τεχνολογική ανάπτυξη και την επερχόμενη τεχνολογική ανεργία.

Ολόκληροι κλάδοι επιχειρήσεων εκλείπουν η περιορίζονται δραστικά όπως πρόσφατα η βιομηχανία των μέσων επικοινωνίας και η μουσική βιομηχανία. Σε 15-20 χρόνια αναμένεται να περιοριστεί κατά το ήμισυ και η κερδοσκοπία από τα ορυκτά καύσιμα από τη σχεδόν δωρεάν ηλιακή ενέργεια που επέρχεται. Με αυτό τον τρόπο κομμάτια της κερδοσκοπίας και του καπιταλισμού θα περάσουν σε ένα είδος απόσυρσης και ευθανασίας. Γιατί αυτά τα νέα δεδομένα δεν απασχολούν τους τεχνοκράτες.

Σήμερα το μείζον ζήτημα που απασχολεί τους οικονομολόγους και πολιτικούς μας είναι τα πετρέλαια της Ανατολικής Μεσογείου. Και καθόλου βέβαια οι ενεργειακές κοινότητες με ενέργεια από τον Ήλιο. Βλέπουμε εδώ ότι ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας ταυτίζεται με το συγκεντρωτισμό της ενέργειας με τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό πρεσβεύει άλλωστε και ο Ερντογάν από τη δική του πλευρά. Ενσαρκώνει το παρελθόν της σπανιότητας των πόρων της οικονομικής γεωγραφίας που οδηγεί αναπόφευκτα στον ανταγωνισμό των εθνών. Το μέλλον όμως βρίσκεται στην ενέργεια της αφθονίας του Ήλιου και την αφθονία της γνώσης και στη συνεργασία των εθνών.

 

 

Έτσι έρχεται στη ζωή μας το πρωτείο της πολιτικής. Το κράτος μπροστά στον κίνδυνο αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων ως σπουδαιότερο ρόλο να διασώσει την κοινωνία.

Δεν δύναται να κάνει το χατίρι της αγοράς Κεφαλαίου γιατί αν το κάνει θα χρεοκοπήσει το ίδιο.

Tα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας λειτουργούν σαν μια παγκόσμια μακρόχρονη «απεργία» που πλήττει εκτός των άλλων τον καταναλωτισμό.

 

 

 

«Χρήμα από το πουθενά» | Θα πληρώσει το τίμημα η επόμενη γενιά;

 

Τι σημαίνουν τα γενναία προγράμματα επιδότησης, όπως αυτό των 750 δις που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα εκδώσει ΕΚΤ. Γνωρίζουμε ότι από αυτούς τους πόρους    η χώρα μας θα πάρει 32 δις για να  ενισχυθούν κατ΄αρχή οι πληγέντες από την κρίση εργαζόμενοι και επιχειρήσεις. Το μέγεθος ενίσχυσης είναι ένα επιπλέον ΕΣΠΑ. Αλλά έχει σημασία από πού θα αντληθούν αυτοί οι πόροι; Ποιος θα είναι ο δανειστής και ποιος ο δανειζόμενος; Πώς δανείζουν τα κράτη και οι τράπεζες χρήματα που δεν έχουν; Πως δημιουργείται χρήμα εκ του μηδενός;

Ποια είναι η ουσιώδης διαφορά όταν εκδίδεται χρήμα από τις τράπεζες και όχι το Κράτος. Όλα αυτά δεν είναι ξεκάθαρα στο μέσο πολίτη και στο τέλος- τέλος πόσο μπορούμε να πανηγυρίζουμε πως αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή όταν υπάρχουν κι άλλες επιλογές που δεν διογκώνουν το δημόσιο χρέος.

Γιατί ναι μεν στην προκειμένη περίπτωση χρεώνεται η Ε.Ε. και όχι τόσο το κάθε κράτος ξεχωριστά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στο τέλος δεν θα πληρώσουν το χρέος οι φορολογούμενοι πολίτες της Ε.ε.

Ας δούμε πρώτα τα νέα δεδομένα: Οι ΗΠΑ έχουν ανακοινώσει ότι θα διαθέσουν 2,3 τρισ., αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να ρίξουν κι άλλα 4 τρίς αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις της πανδημίας. Για την Ευρώπη θεωρείται ότι η ΕΚΤ μπορεί να φτάσει στα 2 τρις. Η Μεγάλη Βρετανία έχει αποφασίσει να κόψει χρήμα σε φυσική μορφή και να το ρίξει στην αγορά,  ενώ πρόσθετο χρήμα αναμένεται να κυκλοφορήσει από χώρες όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Ελβετία, ή και η Αυστραλία.

Όλα αυτά αθροιστικά μπορεί να φθάσουν 15 τρισ., αν λάβουμε υπόψη ότι τα τελευταία 12 χρόνια που έχουν διατεθεί άλλα 15 τρις περίπου για την κρίση του 2008 τότε «πέτσινο» χρήμα φθάνει τα 30 τρισ. για την αναστήλωση των οικονομιών. Και αυτό βέβαια είναι καθ’ υπέρβαση των πραγματικών οικονομικών δυνατοτήτων των χωρών που σημαίνει ότι μετατίθεται το πρόβλημα για το μέλλον.

Βέβαια, υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο το γνωστό σε όλους «σχέδιο Μάρσαλ» μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πολύ μιλούν για κάτι ανάλογο αλλά δεν πρόκειται για την ίδια πολιτική. Σε εκείνο το τεράστιο για την εποχή πακέτο το Αμερικάνικο Κράτος τύπωσε και μοίρασε «πέτσινο» χρήμα για την ανοικοδόμηση, χωρίς να δανειστεί και να μετακυλήσει το χρέος στους φορολογούμενους. Στη σημερινή επιλογή δεν υπάρχει ανάλογο κόψιμο χρήματος σε φυσική μορφή, που είναι μια κεϊνσιανή πολιτική πρακτική αναδιανομής του εισοδήματος με μόχλευση της ζήτησης στην αγορά εργασίας. Ούτε θα μπορούσαμε να την πούμε μονεταριστική όπως γινόταν τα τελευταία 40 χρόνια που οι τράπεζες είχαν το πάνω χέρι στην προσφορά χρήματος με δάνεια και μόχλευση της κατανάλωσης, έχοντας ουσιαστικά και το εκδοτικό προνόμιο του χρήματος.

Η τωρινή επιλογή που επεβλήθη από τις συνθήκες «ανάγκα και οι θεοί πείθονται»  είναι μια μεσοβέζικη πολιτική με στοιχεία και από τις δυο  οικονομικές σχολές. Στη προκειμένη περίπτωση η κεντρική Τράπεζα είναι αναγκασμένη να δανείσει μια υπερκρατική οντότητα όπως Ε.Ε και εκείνη με τη σειρά της να ενισχύσει επιδοματικά τις οικονομίες των χωρών. Από αυτό το πακέτο δεν θα δανείσει τις εμπορικές τράπεζες να κάνουν ότι θέλουν και να βάλουν υψηλά επιτόκια, όπως έκαναν με το μονεταρισμό ώστε να επωφεληθεί μόνο το Κεφάλαιο. Θα επωφεληθούν και οι λαϊκές τάξεις. Τελικά οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης δεν απέφυγαν επί της ουσίας  το Ευρωομόλογο. Αυτό που παραμένει ως ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει το νέο χρέος το οποίο επιπλέον θα διογκωθεί σε σχέση με  τα ήδη υπερχρεωμένα κράτη. Η σύμβαση προβλέπει ότι θα αποπληρωθεί από φόρους που θα επιβληθούν για τα επόμενα 30 έως 50 έτη. Δηλαδή οι επόμενες γενιές. Κι αυτό βεβαίως για να μην επιβαρυνθεί η σημερινή οικονομική ολιγαρχία των πολυεθνικών και των μεγιστάνων η οποία τελικά πέρα από την υγειονομική κρίση είναι και υπαίτια της παγκόσμιας φτωχοποίησης και ανεργίας. Είναι ενδεικτικό ότι από την κρίση του 2008, δεν φαίνεται ακόμη να έχει ισοσκελιστεί το χρέος  από την πραγματική οικονομική ανάπτυξη. Καθώς μόνο ένα τμήμα του κατευθύνθηκε προς την πραγματική οικονομία, το υπόλοιπο βρήκε βαθμιαία «διέξοδο» σε μετοχές, ομόλογα και ακίνητα. Φουσκώνοντας τις τιμές τις τιμές για τον καταναλωτή.

Σε αυτή τη συγκυρία παρά τις διορθωτικές κινήσεις που επιχειρούν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, το μέλλον είναι ζοφερό και αβέβαιο εάν συνεχίζουν να φορτώνουν τα βάρη στις επόμενες γενεές. Η διόγκωση του παγκόσμιου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και η συγκέντρωση των χρηματικών πόρων ολοένα και σε πιο λίγους θα είναι η αιτία ενός «φαύλου κύκλου» που διογκώνει και σκάει λογής-λογής «φούσκες». Αν δούμε πως λειτούργησε για 40 χρόνια η επέλαση του μονεταρισμού (ουδετερότητα της έκδοσης χρήματος από το κράτος) με την επικάλυψη της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας θα καταλάβουμε και τη συνέχεια. Οι πολιτικές ηγεσίες επέτρεψαν σε ιδιώτες/κατόχους τραπεζών να δημιουργούν νέο χρήμα απ το πουθενά, από αέρα κυριολεκτικά.  Έτσι σήμερα το 90% των νέων χρημάτων, δημιουργούνται απ τις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες, μ΄ αυτό τον τρόπο. Στα δάνεια επιβάλλουν τόκο πάνω στο σύνολο των (αερο)χρημάτων που δανείζουν και όχι πάνω στα πραγματικά χρήματα που κατέχει η τράπεζα, φτάνοντας την τοκογλυφία σε απίστευτα ύψη.

Χάρη στον τραπεζικό δανεισμό, σημειώνει σε άρθρο του ο Γιώργος Παπανικολάου, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια επωφελούνται από μια γιγάντια πιστωτική μόχλευση, που ενισχύει τη δράση τους. Επινόησαν τα περίφημα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που επιτρέπουν στους κερδοσκόπους να τζογάρουν/στοιχηματίζουν (κάνουν “προβλέψεις” ή “συναλλαγματικές καλύψεις κινδύνου”, όπως το λένε αυτοί) πχ για το αν θα χρεοκοπήσει μια χώρα ή όχι (γενικά αν θ ανέβει ή θα πέσει η τιμή μιας μετοχής ή ενός δείκτη) και στη βάση αυτή να κερδίζουν απίστευτα και αδιανόητα ποσά. Σήμερα η αγορά παραγώγων υπολογίζεται ότι ξεπερνά δεκάδες φορές την αξία της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή έχει δημιουργηθεί μια τεράστια φούσκα από (αερο)χρήματα.

Το «ΧΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ» με  δανεικά από το μέλλον που θα πληρώσουν οι επόμενες γενεές με αυξημένη φορολογία, δεν είναι καθόλου αθώα υπόθεση. Μακροπρόθεσμα δεν λύνει το πρόβλημα, δεν αμβλύνει τις ανισότητες και εγκυμονεί νέες «φούσκες» για το μέλλον.

Αντίθετα, η έκδοση νέου χρήματος από το πουθενά, που θα αντιστοιχεί με το ποσοστό της προβλεπόμενης ύφεσης και το οποίο θα δοθεί στους πληγέντες εργαζόμενους και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δημιουργώντας ένα πληθωρισμό του 5% έως 10% είναι πιο δίκαια λύση. Το κεφάλαιο με αυτή την επιλογή θα χάσει π.χ ένα 10% της αξίας του αλλά θα πάρει μπρος η πραγματική οικονομία. Παράλληλα, θα έχουμε για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα αισθητή μείωση των ανισοτήτων. Αυτό άλλωστε έγινε ιστορικά με το «σχέδιο Μάρσαλ» και την κεϊνσιανική πολιτική. Κάτι ανάλογο θα πρέπει να γίνει και τώρα για να μη πληρώσουν τις αμαρτίες και το τίμημα της απληστίας του Κεφαλαίου οι επόμενες γενιές.

 

Το πρωτείο της αγοράς.. με τη «μάσκα» της Ελευθερίας Συντάκτης Βασίλης Τακτικός

 

Τα τελευταία 40 χρόνια ηγεμονία ανήκει σε παγκόσμιο επίπεδο στις αγορές,  στους τραπεζίτες τις μεγάλες εταιρείες την ιδιωτική οικονομική.  οι αγορές υπαγορεύουν τις αποφάσεις. Οι τραπεζίτες κυβερνούν έμμεσα και άμεσα γίνονται συχνά  Υπουργοί οικονομικών. .

 Οι αγορές επιβάλλουν τους όρους τους ελέγχουν τους οίκους αξιολόγησης. Επιβάλλουν την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και τον προσανατολισμό των επενδύσεων. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, μεγάλες οικονομικές κρίσεις  με αποκορύφωμα το 2008  που επέφερε  μία παρατεταμένη ύφεση που συνεχίζεται και στις μέρες μας.. Πως προέκυψε όμως το   «πρωτείο της αγοράς» και πιο εύστοχα των χρηματαγορών  στη διαμόρφωση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης,  και πως παίζει καθοριστικό ρόλο σήμερα;

Στο επίκεντρο της απάντησης βρίσκεται το δόγμα της  νεοκλασικής σχολής των οικονομικών ή αλλιώς η σχολή του Σικάγου που κυριάρχησε και ποδηγέτησε το οικονομικό  σύστημα. Σε όλη αυτή την περίοδο η νεοκλασική σχολή πέτυχε το στόχο της την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των πλουσίων, την απόλυτη ελευθερία του κεφαλαίου εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας.

Σήμερα αυτό το δόγμα αναγνωρίζεται ως φονταμενταλισμός της αγοράς «Οι κύριοι υποστηρικτές του φονταµενταλισµού των αγορών εκτός από Φρίτμαν  ο Αυστριακός οικονοµολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ (...) Αντλώντας επιχειρήματα από το σώµα της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης του Τόµας Χοµπς, του Τζων Λοκ και του Τζων Στούαρτ Μιλλ, αποµειώνουν τους ανθρώπους στον «homo economicus», ένα ορθολογικό, εγωιστικό ζώο που αναζητά την ευτυχία του σε ηδονές φτηνών καταναλωτικών αγαθών και συσσώρευσης πλούτου». Για τους φονταμενταλιστές της αγοράς η ελεύθερη αγορά είναι η αρχή των πάντων.

Προβάλλει την Ελευθερία ως γενικότητα επιλογής για κάθε άτομο και την ταυτίζει με την Ελεύθερη αγορά των τραπεζιτών και των μεγάλων εταιρειών. Περουσιάζει τις μεγάλες οικονομικές αποφάσεις με  την ελευθερία του οποιουδήποτε καταναλωτή να επιλέξει ένα προϊόν από ένα άλλο. Την μια μάρκα από την άλλη. Και  ταυτίζει αυτή  την Ελευθερία με  Ελευθερία των τραπεζιτών να επιβάλουν τους όρους των χρηματοδοτήσεων και των φόρων που θα επιβληθούν από το κράτος, καθώς και την επιλογή των επενδύσεων που θα γίνουν όχι μόνο από τις επενδύσεις των ιδιωτών αλλά και με τις επιδοτήσεις του κράτους. Ως επιχειρήματα παραθέτει μια σειρά από σοφιστείες όπως: Η οικονομική ελευθερία είναι αυτοσκοπός. Η ελευθερία του ατόμου είναι έσχατος σκοπός. Ελευθερία είναι το δικαίωμα να μην ασφαλίζεσαι για το γήρας, να μη πληρώνεις φόρους για την παιδεία και την υγεία η οποία μπορεί να είναι ιδιωτική. Το χρήμα είναι πηγή της ελευθερίας αφού μπορείς να τα  αγοράζεις όλα  όσα θέλεις, αφού βέβαια το έχεις. Και μπορούν να το έχουν όλοι εφόσον εργάζονται και δεν είναι τεμπέληδες. Η αγορά χάρις στην αυτορυθμιζόμενη οικονομία της μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας για όλους. Άνεργοι είναι όσοι δεν θέλουν να δουλέψουν.

Τέλος, η δικαιολόγηση αυτής της ηγεμονίας της αγοράς  γίνεται με την επίκληση στην  φυσιοκρατία  και κάτω από την σκιά του δικαίου του ισχυρού.  Με άλλα λόγια του οικονομικού  δαρβινισμού. Επομένως  ο πλούτος δικαιωματικά ανήκει στους ισχυρούς. Αποκρύπτεται βέβαια ενώ  αποσιωπάται ότι οι πηγές πλούτου από τη γη και οι φυσικοί  πόροι μοιράστηκαν σε λίγους από το κράτος της ολιγαρχίας. Έτσι  ενώ το δόγμα της νεοκλασικής σχολής μιλάει για δραστικό περιορισμό του κοινωνικού κράτους, σε καμία περίπτωση δεν θέλει να θιγεί το κράτος των προνομίων της οικονομικής ολιγαρχίας.

Ο κεϊνσιανος οικονομολόγος Joseph stiglitz στο βιβλίο του ο θρίαμβος της απληστίας και στη συνέχεια στο «τίμημα της ανισότητας» έχει μιλήσει για τις καταστροφικές επιδράσεις αυτής της οικονομικής σχολής. Θα εξετάσουμε λοιπόν το πρωτείο της αγοράς σε αντιπαράσταση με τις απόψεις των κενσιανών οικονομολόγων. Είναι προφανές πως πίσω από το πρωτείο της οικονομικής κρύβεται η ηγεμονία της οικονομικής ολιγαρχίας. Μία εξουσία που ασφαλώς δεν φανερώνει τις προθέσεις της και δεν μπορεί να πει καθαρά στην κοινωνία ότι ο αντικειμενικός της σκοπός είναι η κερδοσκοπία και όχι η ευημερία των πολλών. Για αυτό στην   επικοινωνιακή της στρατηγική φοράει  τη μάσκα της ελευθερίας.

 

Εδώ, αξίζει να επισημάνουμε ότι αυτή η ηγεμονία δοκιμάστηκε πλέον στην πράξη για ένα τρίτο του αιώνα και έχουμε ως  αποτέλεσμα ότι ωφελήθηκε το 1% του πληθυσμού και ζημιώθηκε το 99%. Ο Τόμας Πικεττύ στο βιβλίο του «το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» τεκμηριώνει με στατιστικά στοιχεία αυτή την εξέλιξη. Η άνιση κατανομή του πλούτου έγινε προφανώς υπέρ των πιο πλουσίων  κι αυτό είναι το τίμημα της ανισότητας με καταστρεπτικές συνέπειες στην οικονομική ισορροπία και τη βιωσιμότητα του συστήματος που χρειάζεται κάθε φορά το κράτος ως πυροσβέστη για να σώσει τις τράπεζες από  “Θρίαμβος της απληστίας” και τις αυτοκαταστρεπτικές συνέπειες. Μπορούμε να επισημάνουμε επίσης,  αφ΄ ενός στο ληστρικό πλουτισμό των στελεχών οικονομικού συστήματος και αφ΄ετέρου, στις καταστρεπτικές συνέπειες του ίδιου του οικονομικού συστήματος το οποίο τελικά  αυτοπαγιδεύτηκε από την ίδια παγίδα που έστησαν στους καταναλωτές προεξοφλώντας την εργασία του μέλλοντος για δυο γενιές. Την κρίση χρέους και των ενυπόθηκων δανείων.

Οι τραπεζίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, υπερηφανεύονται για τα πανέξυπνα νέα επενδυτικά τους μέσα νέα προϊόντα που είχαν δημιουργήσει, τα οποία παρόλο που διαφημίζονταν ως μέσα διαχείρισης κινδύνων, ήταν τόσο επικίνδυνα που απείλησαν με κατάρρευση ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.  

Οι οίκοι  πιστοληπτικής αξιολόγησης,  ενέκριναν αυτά τα τοξικά μέσα ενώ το καθήκον τους ήταν να βάλουν φρένο στην επέκταση τους και έτσι εκμεταλλεύτηκαν  και άλλους εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό να αγοράσουν τα τοξικά τους προϊόντα ανάμεσά τους πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οργανισμοί  που αναζητούσαν ασφαλείς τοποθετήσεις για χρήματα τα οποία είχαν βάλει στην άκρη οι εργαζόμενοι για τη σύνταξή τους, κοντολογίς οι χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ είχαν αποτύχει σε ότι αφορούσε τις ουσιαστικές κοινωνικές λειτουργίες της διαχείρισης κινδύνων κατανομής κεφαλαίων και κινητοποίησης αποταμιεύσεων, με παράλληλη διατήρηση του κόστους των συναλλαγών σε χαμηλά επίπεδα.

Οι τραπεζίτες φέρθηκαν άπληστα επειδή είχαν τα κίνητρα και τις ευκαιρίες για να εκμεταλλευτούν την ασυδοσία των συναλλαγών. Και αυτό είναι τώρα που πρέπει να αλλάξει λένε οι κεϊνσυανοί οικονομολόγοι.

Στον κολοφώνα της δόξας τους οι αγορές, τα χρόνια πριν από την κρίση παρουσίαζαν φουσκωμένες αγορές που απορροφούσαν το 40% από τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Όλες αυτές τις δραστηριότητες οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης της αξιολογούσαν με τρία ΑΑΑ..

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίας εξέλιξης, αλλά μία σκόπιμη στρατηγική πού είναι η καιρός να αναγνωρίσουμε όσα συνέβησαν τα τελευταία 40 χρόνια. Για  να αλλάξουμε ρότα είναι αναγκαία η  διατήρηση αυτού του είδους κράτος κοινωνικής πρόνοιας που εξυπηρετεί όλους τους ανθρώπους.

 Σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης της ισότιμης μεταχείρισης της ισότητας των ευκαιριών- η οποία δεν προκύπτει από μόνη της αλλά κάποιος και ιδιαίτερα η κοινωνία πρέπει να φροντίσει για αυτό.  Είναι προφανές ότι το κράτος στο βαθμό που εκφράζει την κοινωνία, δεν θα πρέπει να αιχμαλωτίζεται από άλλα ειδικά συμφέροντα των ελίτ, χρειάζονται αντίρροπες πολιτικές δυνάμεις.

 

 Γιατί η κοινωνία και η πολιτεία μας έχουν πάψει να συμβαδίζουν όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί είναι επιρρεπής στα λάθη. Οι αγορές δεν είναι αλάνθαστες οι αγορές σφάλουν λέει  ο μεγιστάνας των χρηματαγορών Σόρος. Κανείς βέβαια από τους κενσιανούς οικονομολόγους  δεν προτείνει να καταργήσουμε τις μεγάλες εταιρείες πολλές φορές όμως αυτές εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους ή βλάπτουν το περιβάλλον ή επιδίδονται σε πρακτικές καταστρατήγησης του ανταγωνισμού. 

Το χειρότερο πρόβλημα είναι ότι υπονόμευσαν την πολιτική της πλήρους απασχόλησης και έφεραν τη λιτότητα ως συνέπεια. Από τη μια αυξάνοντας τα δημόσια ελλείμματα σε αντίθεση με αυτά που υποσχέθηκαν, με τον ενυπόθηκο  δανεισμό για την επέκταση των κατασκευών κατοικίας και εμπορικών ακινήτων , με τις περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, τη λιτότητα και την ιδεοληψία της δεξιάς τον φετιχισμό των ελλειμμάτων, της έκπτωσης των φόρων προς τους πλούσιους.

Αυτή η εμμονή τελικά έφερε την αυτοπαγίδευση των τραπεζών με τα ενυπόθηκα δάνεια μέσα από την συμπαιγνία της υπερκοστολόγησης των κατοικιών για να βγουν άνετα τα μπόνους.  Κατόπιν με το σκάσιμο της φούσκα πρότειναν για θεραπεία  τη λιτότητα που αντί να μειώσει τις επιπτώσεις της κρίσης έκανε τα πράγματα χειρότερα.

Μια  υπεύθυνη πολιτική για τη διατήρηση της οικονομίας σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης είναι η μακροοικονομική πολιτική νομισματική και δημοσιονομική για πηγαίνουν τα πράγματα καλά. Υπό αυτές τις συνθήκες οικονομία λειτουργεί σε σχεδόν κατάσταση πλήρους απασχόλησης.

Το σύμφωνο σταθερότητας “Σύμφωνο της Ουάσικτον” μας λέει πως οι σύγχρονη μακροοικονομική και νομισματική πολιτική η οποία επικεντρώνεται στο πληθωρισμό είναι η  διατήρηση του σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα, γεννά δήθεν τις μακροοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να ανθίσει μία οικονομία της αγοράς και να έχουμε συνεχή ανάπτυξη.

 Ο πληθωρισμός αντίθετα σε  ιδιαίτερα υψηλά και ασταθή επίπεδα μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα. Ωστόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη  πάνω από ένα τρίτο του αιώνα έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα με τον πληθωρισμό.  Έτσι οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι προσηλωμένοι στα προβλήματά του χθες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πιεστικά προβλήματα του σήμερα που προηγήθηκαν της Μεγάλης ύφεσης του 2008 λέει  από την πλευρά του ο Ζοζέφ  Στίγκλιτς.

Οι αγορές δεν αυτορυθμίζονται τελικώς. Οι αγορές αυτοκαταστρέφονται δίχως την προστασία του Κράτους. Το παράδοξο ιστορικό τους επίτευγμα όμως είναι ότι ελέγχουν με την οικονομική εξουσία  το ίδιο το κράτος. Οι αγορές ασκούν οικονομική εξουσία από αυτό εξαρτάται η τεράστια δυναμική τους. Από την απόλυτη εξουσία της αγοράς πάνω στην κοινωνία. Αν αφαιρέσεις αυτή την απόλυτη εξουσία και εφαρμοστεί ο συμβιβασμός κράτους -αγοράς όπως εφαρμόστηκε ιστορικά με κεϊυνσιανό μοντέλο τότε, η ρύθμιση και η πρόληψη από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις της αγοράς είναι εφικτή.

Η Κεϊυνσιανή σχολή

Η Κεϊυνσιανή σχολή βασίζεται στο συμβιβασμό κράτους και αγοράς στη βάση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, ξεκινώντας από την έλλειψη θέσεων απασχόλησης και τις ασυμμετρίες της παγκοσμιοποίησης που έχουν γεννήσει ανταγωνισμό για τις θέσεις απασχόλησης αποκαθιστά την ανισορροπία ώστε, Χαμένοι είναι οι εργαζόμενοι ενώ κερδισμένοι είναι οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου. 

Ένας από τους μύθους που προβλήθηκε από τη νεοκλασική θεωρία  ήταν εκείνος της οικονομικής προσφοράς που λέει ότι, η φορολόγηση των πλουσίων θα περιορίσει την εργασία και την αποταμίευση,  θα περιοριστούν και θα πληγούν   οι εργαζόμενοι και οι εισοδηματίες και όχι μόνον οι πλούσιοι από την αυξημένη φορολογία.

Η οικονομική ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων έδειξε ότι παρά  τις μειώσεις των φόρων οι επενδύσεις σε αναγκαίους τομείς της οικονομίας, όπως είναι η υγεία, η πρόληψη η και η ασφάλιση, δεν αναπτύχθηκαν  περαιτέρω και βλέπουμε σήμερα ιδιαίτερα το πρόβλημα στην Αμερική μετά την επιδημιολογική κρίση του κορονοιού πόσο επλήγη.

Ωστόσο σήμερα  το πρόβλημά, δεν είναι η προσφορά αλλά όπώς δείχνει  παρεμβατισμός με το πακέτο Βiden  η ζήτηση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τα ρευστά διαθέσιμα και   χρειάζεται να κάνουν οποία επένδυση θέλουν, Δεν υπάρχει ζήτηση για προϊόντα που αποφέρουν κέρδη αλλά για προϊόντα που είναι κοινωνικά αναγκαία όπως αναφέρεται παραπάνω. 

Για να τονωθούν οι επενδύσεις πρέπει να επικεντρωθούμε στο καλύτερο δυνατό τρόπο τόνωσης της ζήτησης κι αυτό θα γίνει γεμίζοντας τις τσέπες των ανθρώπων της μεσαίας και κατώτερης τάξης.

Ποιο ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο της ηγεμονίας της αγοράς, ήταν  να περιοριστούν οι φόροι για να διευκολυνθεί το κεφάλαιο σε νέες επενδύσεις . Οι θιασώτες αυτής της αντίληψης επιμένουν ότι οι φόροι που επιβάλλει το κράτος δημιουργούν στρεβλώσεις αλλά αυτό δεν ισχύει ειδικότερα για τους φόρους των προσώπων των ακινήτων  και των εκτάσεων στην πραγματικότητα βελτιώνουν την αποδοτικότητα της οικονομίας και υπάρχουν και κάποιοι νέοι φόροι που μπορούν να κάνουν περισσότερα  αντί να επικεντρώνεται η φορολογία στην εργασία. Πρόκειται για  η φορολογία μπορεί να επικεντρωθεί στις δραστηριότητες που ήταν το περιβάλλον όπως είναι το πετρέλαιο οι εξορύξεις  οι εταιρείες χημικών και όλες οι τοξικές δραστηριότητες  πού μολύνουν το περιβάλλον .Η φορολογία λοιπόν μ΄αυτή τη λογική  ο ρυπαίνων πληρώνει. 

Η πανδημία άλλαξε τον ρου της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, βύθισε στη Μεγάλη Ύφεση τις ισχυρές οικονομίες και πλήττει όσες στηρίζονταν περισσότερο στον τουρισμό και τις υπηρεσίες (κυρίως μεταφορές), που ήταν και οι πρώτοι δρόμοι που αποκόπηκαν για να ελεγχθεί η πανδημία.

Αυτές οι συνθήκες μας αναγκάζουν περισσότερο να προσέξουμε το παρεμβατικό και κοινωνικό κράτος για να βγει η οικονομία από τη μεγάλη στενωπό.

Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο

Για να υπάρξει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο οι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι  προτείνουν τη δημιουργία ενός συστήματος πιο Προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος και εταιρικών κερδών με λιγότερα παραθυράκια διαφυγής των μεγάλων εταιριών από το φορολογικό σύστημα ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα φορολογεί τους κερδοσκόπους τουλάχιστον με τον ίδιο συντελεστή  που ισχύει για τα μεσαία και  χαμηλότερα εισοδήματα.  Η Κευνσιανή Σχολή το αντίποδα της νεοκλασικής σχολής  της σχολής του Σικάγο υποστηρίζεται από σημαντικούς οικονομολόγους που επισημαίνουν .

Ενα κοινωνικό Κράτος πού να στοχεύει στην υγειονομική περίθαλψη για όλους την βελτίωση της πρόσβασης για την παιδεία στην ενίσχυση άλλων προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας και τη βοήθεια προς τους απλούς πολίτες να αποταμιεύουν.

 Η υγειονομική περίθαλψη για όλους,  έχει δύο σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια των ανθρώπων υλοποιήσουν τις οικονομικές τους φιλοδοξίες και και πολλές φορές μέσα στις απώλειες είναι και η απώλεια της εργασίας. Για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν το πιο ανεπαρκές σύστημα υγείας μεταξύ των προηγμένων βιομηχανικών χωρών με τις χειρότερες επιδόσεις και αυτό γιατί η υγειονομική περίθαλψη των ΗΠΑ ανέκαθεν παρεχόταν από συνεισφορές εργοδοτών ιδιωτικές ασφαλίσεις και όχι από το κράτος. 

Το υψηλό κόστος οφείλεται ιδιωτικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών ταμείων και φαρμακοβιομηχανιών ενώ άλλες χώρες με καλύτερο κοινωνικό κράτος και αλληλοασφαλιστικά ταμεία έχουν περιορίσει αυτές τις προσόδους. Είναι προφανές ότι η έλλειψη εύκολης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη συνεισφέρει σημαντικά στην ανισότητα η οποία με τη σειρά της υπονομεύει την  απόδοση της ίδιας της  οικονομίας.

Η πρόσβαση στην παιδεία μπορεί να βελτιωθεί μόνο με την ποιότητα της δημόσιας Παιδείας και αυτό αποδεικνύεται σε όλο τον κόσμο οι κερδοσκοπικού χαρακτήρα σχολές είτε χρηματοδοτούνται με κρατικά δάνεια ή δάνεια με κρατική εγγύηση, είτε με ιδιωτικά δάνεια που συνοδεύονται από το βρόχο της αδυναμίας διαγραφή σε περίπτωση πτώχευσης. Με αυτές τις συνθήκες  απέτυχαν να αυξήσουν τις ευκαιρίες ώστε να γίνει προσιτή η παιδεία για τους φτωχούς αλλά φιλόδοξους Αμερικανούς. Μπορεί μερικοί να βρουν  καλύτερες δουλειές αλλά η συντριπτική πλειονότητα απλώς βγαίνει φορτωμένη με ακόμα μεγαλύτερα χρέη.

 

Χρειάζονται ενεργητικές μορφές εργατικής πολιτικής και ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας.  Οι εργαζόμενοι θα χρειαστούν ενεργό συνδρομή για να μπορέσουν να μετακινηθούν από τις θέσεις απασχόλησης που χάνονται στις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται. Και αυτό μπορεί να γίνει με επένδυση στην Παιδεία την τεχνολογία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι νέες θέσεις απασχόλησης είναι τουλάχιστον εξίσου καλές με εκείνες που χάνονται.

 Επειδή το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα δυσκολεύεται να επανέλθει στη βασική λειτουργία της παροχής των χρηματοδοτικών κεφαλαίων για νέες επιχειρήσεις του μέλλοντος το κράτος είναι απαραίτητο να αναλάβει ακόμη πιο ενεργό ρόλο σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση των νέων επιχειρήσεων που θα δημιουργήσουν και νέες θέσεις απασχόλησης.

 Με αυτό το τρόπο θα γίνει και η αποκατάσταση της βιώσιμης και δίκαιης οικονομικής μεγέθυνσης, βασισμένης στις δημόσιες επενδύσεις η οποία θα παρέχει τα μέσα για να αντιμετωπίσουμε τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προκαλούνται αυτή τη στιγμή από την ύφεση. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι προηγμένες οικονομίες της Δύσης και της Ευρώπης είναι η έλλειψη ζήτησης. Η τόνωση της ζήτησης και της κατανάλωσης μπορεί να γίνει μόνο με την παρέμβαση του κράτους για την πλήρη απασχόληση.

 Η σχολή της ρύθμισης

Μια άλλη σχολή θεώρησης της οικονομίας είναι η σχολή της ρύθμισης η οποία βασίζεται στη θεωρία της κατανάλωσης. Η θεωρία κατανάλωσης της Ρύθμισης βασίζεται σε μία απλή και κομψή ιδέα. Στα προ-Φορντιστικά στάδια οι εργάτες εμπλέκονταν στο καπιταλιστικό σύστημα μέσω κυρίως της παραγωγής, ενώ η κατανάλωση τους παρέμενε προσανατολισμένη σε μη-καπιταλιστικά προϊόντα.

Οι βασικοί αγοραστές των καπιταλιστικών προϊόντων ήταν οι ίδιοι οι καπιταλιστές και τα μεσαία στρώματα. Με την ανάπτυξη του φορτικού μοντέλου μετά τη 2η βιομηχανική επανάσταση η ζήτηση προκαλείται σε μεγάλο βαθμό από την μαζική κατανάλωση των εργατικών μαζών. Έτσι κάθε περιορισμός στη μαζική κατανάλωση αντανακλά και στον περιορισμό της ζήτησης. Με αυτή τη λογική σήμερα η οικονομική κρίση είναι κρίση της ζήτησης στην οποία δεν μπορεί ασφαλώς να απαντήσει η πολιτική της λιτότητας που προτείνει η σχολή του Σικάγο και το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον.

Μια δεκαετία πριν την ύφεση του 2008 η νέα σοσιαλδημοκρατία των Εργατικών στην Αγγλία του Τόνυ Μπλέρ και οι Γερμανική σοσιαλδημοκρατία του Σρέντερ εφάρμοσαν την οικονομική πολιτική του τρίτου δρόμου αποδεχόμενοι τον περιορισμό του κράτους στην οικονομία και ιδιαίτερα του κράτους πρόνοιας σε αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη.

 Ο Γκίντενς θεωρητικός του τρίτου δρόμου μιλούσε για την ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας σ' έναν κόσμο, όπου οι απόψεις της παλαιάς αριστεράς έχουν πλέον καταστεί απαρχαιωμένες, ενώ οι θέσεις της νεοφιλελεύθερης παλαιάς δεξιάς έχουν αποδειχτεί ανεπαρκείς και αντιφατικές. Ο Γκίντενς πίστευε ότι η μάχη για τον περιορισμό των ανισοτήτων είναι πάντα αναγκαία και ότι μια κυβέρνηση μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά σε αυτήν. Ο τρίτος δρόμος διατύπωνε δεν επαγγέλλεται την κατάργηση του κράτους πρόνοιας· τάσσεται εναντίον των αλόγιστων κρατικών δαπανών, ενώ, αντίθετα, υποστηρίζει επενδύσεις σε τομείς όπως η εκπαίδευση. Στην παλιά διαμάχη για «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος ο τρίτος δρόμος απαντά: περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα. Πρόβαλε την τον ρόλο της κοινωνίας πολιτών και της κοινωνικής οικονομίας αλλά χωρίς σημαντικά αποτελέσματα σε πρακτικό επίπεδο.

Η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε στην πράξη συντηρικότερη των κεϊνσινών οικονομολόγων και σήμερα έχει εγκαταλειφθεί.

Η  ανάπτυξη όμως της κοινωνικής οικονομίας και της πολιτικής για την πράσινη οικονομία παραμένει επίκαιρη. Βρίσκεται βέβαια  πέραν του Κεϊνσιανου μοντέλου του κρατικού παρεμβατισμού, αφού εδώ πρόκειται για πρωτοβουλίες της ίδιας της κοινωνίας με τη δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων.

 Ο τέταρτος δρόμος είναι η κατεύθυνση  που κινούνται σήμερα οι νέες πολιτικές δυνάμεις που βάζουν μπροστά την κοινωνία και την πολιτική. Ο κοινωνικός παρεμβατισμός στην οικονομία συνοψίζεται στο τρίπτυχο «ανταγωνισμός, στόχευση, μεταρρυθμίσεις». Με αυτή τη προσέγγιση άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι το σπάσιμο των μονοπωλίων, είτε αυτά είναι κρατικά (όπως στην Κίνα, την Ινδία κ.ά. αναπτυσσόμενες χώρες) είτε είναι ιδιωτικά όπως οι «πολύ-μεγάλοι-για-να-αποτύχουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί» των ανεπτυγμένων χωρών. Η εκτενής απελευθέρωση των επαγγελμάτων εμπίπτει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. «Δεύτερη προτεραιότητα πρέπει να είναι η επίθεση στην ανισότητα με πολύ πιο στοχευμένες και προοδευτικές κοινωνικές δαπάνες».

Αυτές οι δυνάμεις ξεκινούν από την κοινωνία και πρόκειται για κοινωνικό παρεμβατισμό μέσα από τις κοινωνικές συλλογικότητες και έχει ανάλογη αφετηρία όπως εκείνη που το οικολογικό κίνημα για την κλιματική αλλαγή και τη πράσινη οικονομία.

Συντάκτης Βασίλης Τακτικός