Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ «ΠΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ»ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ



Η ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ «ΠΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ»

Του Βασίλη Τακτικού*
Στις  2ας Σεπτεμβρίου 1843 η  πτωχευμένη Ελλάδα αναγκάζεται να υπογράψει το «μνημόνιο», που συντάσσουν οι τρεις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων για τα οικονομικά του κράτους. Την επόμενη ημέρα θα ξεσπάσει η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ως αντίδραση στην ανελέητη λιτότητα και στον ασφυκτικό έλεγχο που  επιβάλουν οι δανειστές. Βασικό αίτημα των επαναστατών η παραχώρηση συντάγματος απέναντι στην απολυταρχία, που ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να ενδώσει.
 H πολιτειακή μεταβολή ήταν τότε η διέξοδος από την καθολική κρίση. Αυτό δείχνει από μια άποψη ιστορικά ότι, στην οικονομική και δημοσιονομική κρίση δεν υπάρχει άλλη διέξοδος εκτός από την πολιτική λύση εντός της χώρας που σημαίνει θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη είναι εντελώς ανεδαφικό να πιστεύουμε ότι θα αλλάζουμε τον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων για να μας χαρίσουν τα άλλα κράτη το δημόσιο χρέος. Τηρουμένων των αναλογιών στη σημερινή κατάσταση της χώρας, μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου οι αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα είναι αναγκαία συνθήκη για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με μεταρρυθμίσεις. Το ερώτημα είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις θα τις προωθήσουν.

Βαδίζοντας προς τις εκλογές η ρητορική και τα συνθήματα των δύο κομμάτων που διεκδικούν την πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ έχει αλλάξει άρδην μέσα σε δυο μήνες μετά τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου. Όπως είναι φανερό η κυρίαρχη αντίθεση, που για πέντε χρόνια δίχασε τα Ελληνικά κόμματα, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς ανήκει στο  παρελθόν. Οι νέες διαχωριστικές γραμμές που χαράσσονται μεταξύ των κομμάτων εξουσίας  περιορίζουν την  αντιμνημονιακή ρητορική στα άκρα του πολιτικού συστήματος. Η διάσπαση της Αριστερής πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνει αυτή τη μετάλλαξη καθώς, δεν υφίσταται πλέον διαφορετική στάση των δύο πόλων εξουσίας προς την Ευρώπη τους εταίρους μας και δανειστές, ενώ οι διαφορές περιορίζονται  στο εσωτερικό μέτωπο. Το γεγονός αυτό   αναγκάζει στο περιορισμό του ενθνολαϊκού-λαϊκισμού για  να δούμε ποιες τάξεις, ποια στρώματα θα θιγούν και επωμιστούν τα βάρη του 3ου μνημονίου και το κυριότερο ποιες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν. Το νέο πεδίο αντιπαράθεσης μεταφέρεται στο εσωτερικό μέτωπο, όπως ορθολογικά θα έπρεπε να γίνει από την αρχή της κρίσης. Στην αντιμετώπιση του πελατειακού κράτους, της διαπλοκής και διαφθοράς.
Βλέπουμε έτσι, το νέο σύνθημα, η νέα φράση κλειδί που κυριαρχεί στις ομιλίες είναι το «Πάμε μπροστά», που προβάλλεται ως ένα αφήγημα της ελπίδας. Μια φράση που  την διεκδικούν βέβαια και οι δυο πρωταγωνιστές ο Τσίπρας και ο Μεϊμαράκης  οπότε προκύπτει  το θέμα, ποιος είναι τελικά αξιόπιστος να οδηγήσει την χώρα πραγματικά μπροστά. Ποιό κόμμα έχει την δυναμική των ρήξεων και μεταρρυθμίσεων μέσα στην κοινωνία, ποια ηγεσία μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει θετικά η να περιορίσει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Σε αυτό το πεδίο  διαμορφώνεται το μείγμα της πολιτικής επικοινωνίας ενός κόμματος που δεν μπορεί να είναι άσχετο με το δομικό υλικό της πραγματικότητας που μεταφέρει και αντιπροσωπεύει.  Τα κόμματα όπως είναι φανερό επιλέγουν φράσεις κλισέ στην επικοινωνία τους, για να εκλαϊκεύουν κατά ανάγκη την πολιτική τους και αυτό στην επιστήμη της επικοινωνίας λέγεται, απομείωση της πολιτικής περιπλοκότητας. Ο  σκοπός αυτής της γενίκευσης είναι   να αντιλαμβάνεται ο πολίτης μέσα από ένα  ωκεανό των πληροφοριών  και δεδομένων (που σε διαφορετική περίπτωση ήταν αναγκασμένος να επεξεργαστεί από μόνος του) τις βασικές διαφορές, τα υπέρ και τα κατά μεταξύ των κομμάτων. Το ζήτημα είναι πότε μέσα από αυτή τη δημιουργική αφαίρεση εξυπηρετείται η αλήθεια και πότε, πρόκειται απλά για διαφημιστική κατασκευή προώθησης  που ενέχει και πολιτική  πλάνη.
Σε περιόδους που  αμβλύνονται οι ιδεολογικές και ταξικές διαφορές των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία και το πολιτικό χρήμα ρέει άφθονο, οι επικοινωνιολόγοι επιτυγχάνουν «θαύματα» για τα κόμματα-πελάτες. Σε περιόδους όμως κρίσης όπως η σημερινή η λαϊκότητα των κομμάτων και το αίτημα κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης είναι προϋποθέσεις που βαραίνουν στην τελική επιλογή.
Μπορεί το σημαίνον των λέξεων «Πάμε μπροστά» να είναι το ίδιο και για τα δυο κόμματα εξουσίας, το σημαινόμενο όμως που έχει να κάνει με το πολιτικό υποκείμενο το οποίο διατυπώνει θέσεις στα πράγματα και τις καταστάσεις διαφέρει ριζικά. Το «πάμε μπροστά» του Τσίπρα εισάγει ένα αφήγημα ελπίδας, εάν λάβουμε υπόψη την πορεία του, που σηματοδοτεί  ρήξεις με κατεστημένα συμφέροντα, κτύπημα στη διαφθορά και απαίτηση κοινωνικής δικαιοσύνης από τα λαϊκά στρώματα, ενώ οι ίδιες λέξεις όταν εκφέρονται από τη Ν.Δ. να εκλαμβάνονται υποσυνείδητα ως  «επιστροφή» σε μια κατεστημένη γνώριμη διαχείριση που το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας θέλει να αφήσει πίσω. Έτσι το βεβαρημένο παρελθόν δεν ξεπερνιέται εύκολα με επικοινωνιακά τεχνάσματα και αυτό φαίνεται από συνολικό άθροισμα που δε ξεπερνα το 33% του άλλοτε δίπολου εξουσίας ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι, το επικοινωνιακό «φαίνεσθαι» δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από γίγνεσθαι, τις συνθήκες, τον τόπο και το χρόνο, που διαδραματίζεται μια επικοινωνιακή εκστρατεία.
Οι ιδεολογικές διαφορές μπορεί να αμβλύνονται όταν έχουν να κάνουν με ένα μεγάλο εθνικό θέμα η όπως τώρα με την επίμαχη συμφωνία εξυπηρέτησης του χρέους, αλλά όταν αυτές αντιστοιχίζονται με ταξικά συμφέροντα συνδιαμορφώνουν την αξιοπιστία του επικοινωνιακού μηνύματος και επικοινωνιακού προτάγματος.
Μπορεί το επτάμηνο της διακυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει να παρουσιάσει μεταρρυθμίσεις στο σύστημα αφού όλος ο χρόνος αφιερώθηκε σε μια  σκληρή διαπραγμάτευση με αμφίβολα αποτελέσματα, αλλά ο Τσίπρας ως ηγέτης έδειξε την αποφασιστικότητά του για ρήξεις, σε αντίθεση με την ακινησία της Συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου που έδειξε ακριβώς το αντίθετο.
Από την άλλη μεριά τα αίτια της κατάστασης που βρίσκεται η χώρα δεν μπορούν να χρεωθούν σε μια Κυβέρνηση επτά μηνών. Έχει περάσει  πλέον σταδιακά στη λαϊκή συνείδηση ότι  η γενεσιουργός αιτία βρίσκεται στις πολιτικές που ασκήθηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια. Συνήθως ο λαός δίνει περίοδο χάριτος πάνω από ένα χρόνο την περίοδο κρίσης ενώ, πριν από την κρίση  η φθορά του κυβερνώντος κόμματος άρχιζε μετά τα 6 χρόνια.
Έτσι και για τον ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει μια  δεύτερη ευκαιρία για αναμετρηθεί με το κατεστημένο πελατειακό κράτος και μια νομεγλατούρα που στελεχιακά δεν ανήκει στο ΖΥΡΙΖΑ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για μια δημοκρατία η εναλλαγή στα πόστα εξουσίας για να σπάνε τρόπο τινά οι σχέσεις διαπλοκής. Με την συγκυβέρνηση Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ ζήσαμε την κορύφωση της παρακμής των σχέσεων διαπλοκής. Αυτό το φαύλο κύκλο καλείται τώρα να σπάσει μια Κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς γιατί ακόμη δεν έχει ακόμη φθαρεί, όπως κάθε νέο κόμμα που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην εξουσία.
Οι δημοσκοπήσεις στο μεσοδιάστημα των εκλογών με χαμηλό δείκτη συσπείρωσης της εκλογικής βάσης που απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δείχνουν  κλείσιμο της ψαλίδας στη διαφορά ΣΥΡΙΖΑ Ν.Δ. βαίνοντας προς την κάλπη η διαφορά αναμένεται να μεγαλώσει ξανά. Η μετριοπαθής αναδίπλωση του Τσίπρα προς την κατεύθυνση της Ευρωαριστεράς φέρνει κοντά του τους κομματικά άστεγους σοσιαλδημοκράτες, όπως η μη κάθοδος του ΚΙΔΗΣΟ του κόμματος Παπανδρέου προσθέτει εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο γιατί  το μεγαλύτερο μέρος των μελών πηγαίνει στη δεξαμενή του αλλά γιατί σηματοδοτεί τώρα και την κάλυψη του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.
Έτσι, σε συμβολικό όπως και ιδεολογικό επίπεδο το αφήγημα της ελπίδας που εκπέμπει ο  Τσίπρας  είναι πιο  ισχυρό να κερδίσει τις εκλογές, από το  αφήγημα της «επιστροφής» που εκπέμπει ο κ Μεϊμαράκης.

 Ο Βασίλης Τακτικός είναι αρθογράφος -συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου