Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Rifkin για την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ



Rifkin  για την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα έχει τις ρίζες της στη μη κερδοσκοπική κοινότητα. Η συρρίκνωση του κοινωνικού κρά­τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλ­λού στις δεκαετίες του 1980 και 1990 προκάλεσε μία κρίση και δημιούργησε μία ευκαιρία για τον μη κερδοσκοπικό τομέα. Η συρρίκνωση των κυβερνητικών προγραμμάτων για την πα­ροχή βοήθειας σε όσους είχαν ανάγκη άφησε τις φτωχότερες κοινότητες σε κίνδυνο.
Με την απόσυρση του κράτους, νέες κερδοσκοπικές επι­χειρήσεις άρχισαν επίσης να διακρίνουν επιχειρηματικές ευ­καιρίες στον κοινωνικό τομέα και εισήλθαν από τον χώρο της αγοράς για να καλύψουν το κενό.

Η κοινωνική επιχειρηματικότητα έχει αναδειχθεί σε περιζή­τητο θέμα σε δεκάδες πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Το πρό­γραμμα σπουδών του Harvard περιλαμβάνει μαθήματα με τίτλο «Διοίκηση Κοινωνικών Επιχειρήσεων» και «Εισαγωγή στην Κοινωνική Επιχειρηματικότητα35». Η Σχολή Κοινωνιολογίας έχει ένα παράλληλο εργαστήριο για να μυηθούν οι φοιτητές στις κοινωνιολογικές όψεις της νέας κοινωνικής οικονομίας. Το Presidents Challenge, είναι μία άλλη πανεπιστημιακή πρωτο­βουλία που διανέμει 150.000 δολάρια σε ομάδες φοιτητών που αναλαμβάνουν ακαδημαϊκή και επιτόπια εργασία για την εξεύ­ρεση «λύσεων σε οικουμενικά προβλήματα, από την εκπαίδευση ως την υγεία, το καθαρό νερό και την καθαρή ατμόσφαιρα».
Η ιδέα των κοινωνικών κεφαλαιαγορών μπορεί να φαίνε­ται αντιφατική επειδή συγκεντρώνει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες ανθρώπων και θεσμών. Και όμως υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το καθαρά φι­λανθρωπικό κεφάλαιο στο ένα άκρο και το κερδοσκοπικό κεφάλαιο στο άλλο, με διαφορετικές διαβαθμίσεις όσον αφορά τους κινδύνους, την απόδοση, και τις κοι­νωνικές επιπτώσεις στο ενδιάμεσο. Μεγάλο μέρος της συζήτησης ... αναμένεται να εστιασθεί σ’ αυτό το κοινό στοιχείο και στην εκτίμηση, για κάθε κοινωνικό στόχο, τί είδους κοινωνικό κεφάλαιο ή μίγμα κεφαλαίων διαφό­ρων ειδών, είναι πιθανότερο να επιτύχει.
Νέα επιχειρηματικά μοντέλα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται παράλληλα με νέα χρηματοδοτικά οχήματα και κοινωνικά νο­μίσματα για την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων δύο πολύ δια­φορετικών οικονομιών - πρώτα της καπιταλιστικής οικονομίας που λειτουργεί μέσα στην αγορά και έπειτα μίας κοινωνικής οικονομίας που λειτουργεί στον κοινόκτητο χώρο. Τα νέα επι­χειρηματικά μοντέλα είναι μία προσπάθεια εξεύρεσης αξίας σε χώρους, όπου οι δύο οικονομίες έχουν συμβιωτικές σχέσεις.


Έχουμε ήδη αναφερθεί στους συνεταιρισμούς. Από την άπο­ψη του αρχιτεκτονικού τους σχεδιασμού και των λειτουργικών τους κανονισμών, είναι οι πιο κατάλληλοι για να γεφυρώσουν το κενό ανάμεσα στις δύο οικονομίες και να βρουν αξία στις παρυφές όπου υφίστανται δυνητικές συνέργειες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εταιρία ωφέλειας είναι ένα εν­διαφέρον νέο επιχειρηματικό μοντέλο το οποίο αποπειράται να επιτύχει μία αναμόρφωση της συμβατικής καπιταλιστικής εταιρίας, για να της επιτρέψει να γίνει περισσότερο ευέλικτη και ικανή να κινείται μέσα στον υβριδικό κόσμο της αγοράς και του κοινόκτητου χώρου. Η Patagonia, μία επιχείρηση αθλητι­κού ιματισμού στην Καλιφόρνια, με ετήσιες πωλήσεις περίπου πεντακοσίων σαράντα εκατομμυρίων δολαρίων, είναι σήμερα η πιο γνωστή εταιρία που μετατράπηκε σε εταιρία ωφέλειας29.
Οι εταιρίες ωφέλειας, που έχουν πλέον αναγνωρισθεί σαν νομικές οντότητες σε δεκαοκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, προσφέ­ρουν στους επιχειρηματίες μία μορφή νομικής προστασίας απέ­ναντι σε εξωτερικούς επενδυτές, που θα μπορούσαν να τους υποχρεώσουν να εγκαταλείψουν τις κοινωνικές ή περιβαλλο­ντικές τους δεσμεύσεις, με αντάλλαγμα πρόσθετη χρηματοδό­τηση30. Αν και οι εταιρίες ωφέλειας λειτουργούν σαν καπιταλι­στικές εταιρίες και είναι υπεύθυνες απέναντι στους μετόχους τους, το νέο νομικό καθεστώς τους επιτρέπει να δίνουν προτε­ραιότητα στην κοινωνική και περιβαλλοντική τους αποστολή, χωρίς να διακινδυνεύουν την οργή των επενδυτών που ενδιαφέ- ρονται μόνο για τη μεγιστοποίηση της αξίας των μετοχών τους.
Η εταιρία ωφέλειας αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου κύμα­τος που ορίζεται χαλαρά κάτω από την ετικέτα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, και έχει κεντρίσει τη φαντασία μίας νέας γενιάς που έχει αποφοιτήσει από οικονομικά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που συνι- στούν τη βάση του κοινόκτητου χώρου έως τις παραδοσιακές



μετοχικές εταιρίες που αποτελούν τις κυρίαρχες επιχειρήσεις της αγοράς. Τα δύο μοντέλα -οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και οι κερδοσκοπικές εταιρίες- δεν αλληλεπιδρούν απλά στις παρυφές όπου συναντώνται η οικονομία της αγοράς με την κοι­νωνική οικονομία αλλά παίρνουν επίσης κάποια από τα χαρα­κτηριστικά η μία της άλλης, δυσχεραίνοντας τη διάκριση ανά­μεσα σε κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι το ευρύ πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κερδοσκοπικός και ο μη κερδοσκοπικός κόσμος δημι­ουργούν επιχειρηματικές ρυθμίσεις και πρωτόκολλα όλων των ειδών για να συμβιώσει ένας εμπορικός χώρος δύο επιπέδων που αποτελείται συγχρόνως από την οικονομία της αγοράς και από τον συνεργασιακό κοινόκτητο χώρο.

Η ιδιωτική φιλανθρωπία προσπάθησε να καλύψει το κενό χρηματοδοτώντας μη κερδοσκοπικές πρω­τοβουλίες, αλλά τα διαθέσιμα έσοδα για τις κοινότητες ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με την απώλεια εσόδων, όταν το κράτος άρχισε να αποσύρεται. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε ένα αυξημέ­νο κοινωνικό φορτίο και σε μειωμένα έσοδα για την αντιμετώ­πιση κρίσιμων αναγκών της κοινότητας, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί άρχισαν να αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέ­λα που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με την πρωταρχική τους αποστολή και να παράσχουν μία συμπληρωματική πηγή εσό­δων για τη συνέχιση της λειτουργίας τους και την επέκταση των υπηρεσιών τους. Αμέτρητες μη κερδοσκοπικές οργανώ­σεις προσέθεσαν στο σύστημά τους ένα στοιχείο αμοιβής για



παρεχόμενες υπηρεσίες. Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις - των οποίων τα στελέχη είχαν ειδικευθεί στην απόσπαση κρα­τικών χορηγιών και φιλανθρωπικών εισφορών από ιδρύματα για να λειτουργήσουν προγράμματα που εκτείνονταν από καλ­λιτεχνικές δραστηριότητες και δραστηριότητες αναψυχής ως συσσίτια και κλινικές για απόρους - άρχισαν να στρατολογούν ένα νέο είδος στελέχους που είχε εμπειρία στον επιχειρηματικό τομέα, αλλά ήταν αφοσιωμένο στην ιδέα της αξιοποίησης των ικανοτήτων του για την προώθηση της κοινωνικής ευημερίας των κοινοτήτων που υπηρετούσε.
Ο Πίτερ Ντρούκερ, γκουρού της διοίκησης επιχειρήσεων, προώθησε την ιδέα του να κάνει κάποιος καλό και συγχρόνως να κερδίζει. Υπεστήριξε ότι τα προβλήματα της χρόνιας ανέχειας της ελλιπούς εκπαίδευσης, της απαξίωσης του περιβάλλοντος, και. πολλές άλλες κοινωνι­κές παθογένειες μπορούν να αντιμετωπισθούν καλύτερα με την απελευθέρωση των δημιουργικών πρωτοβουλιών της επιχει­ρηματικότητας. Τα σχολεία, τα κέντρα ημερήσιας φροντίδας, τα οικιστικά προγράμματα για άτομα με χαμηλό εισόδημα και δεκάδες άλλες δραστηριότητες που ανήκαν έως τότε στον κρα­τικό τομέα έγιναν στόχος εμπορικής εκμετάλλευσης.
Εν τω μεταξύ, όπως περιγράψαμε στο Κεφάλαιο 7, στη δε­καετία του 1990, μία νέα γενεά στις Ηνωμένες Πολιτείες -η πρώτη που εκπαιδεύθηκε στην παροχή υπηρεσιών στα γυμνά­σια και στα κολέγια- άρχισε να εντάσσεται στην οικονομία. Ο κομβικός ρόλος της εκπαίδευσης στην παροχή υπηρεσιών για την ανάπτυξη της νοοτροπίας για τη νέα κοινωνική επιχει­ρηματικότητα δεν έχει αναγνωρισθεί ποτέ. Νεαρά άτομα που είχαν γαλουχηθεί με την ιδέα της συμμετοχής και της συνει­σφοράς σε μη κερδοσκοπικά εγχειρήματα και πρωτοβουλίες σε





κοινότητες που κινδύνευαν, πήραν μία γεύση ενός νέου τρόπου για να βρουν νόημα στη ζωή και να αξιοποιήσουν τις ικανότη­τες τους, πέραν από τις καθαρά εμπορικές ευκαιρίες που προ- σέφερε η αγορά. Ο ενθουσιασμός τους μετατράπηκε σε μία νέα

μορφή σταδιοδρομίας, τουλάχιστον για μία αξιόλογη μειοψη­φία. Η κοινωνική επιχειρηματικότητα ήταν γεγονός.
Ο ορισμός της κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι λεπτή υπόθεση. Ενώ οι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις δίνουν έμφαση σε αυτό που ονομάζουν τριπλή κόκκινη -γραμμή -άνθρωποι, πλανή­της και κέρδος-, ένας όρος που επινοήθηκε από τον ΤζονΈλ- κινγκτον το 1994, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις προτιμούν το σύνθημα «Οι Άνθρωποι και ο Πλανήτης Πριν από το Κέρ­δος»31. Μία εις βάθος έρευνα ογδόντα κοινωνικών επιχειρημα­τιών, από τον κερδοσκοπικό και τον μη κερδοσκοπικό τομέα, επισημαίνει κάποιες από τις λεπτότερες διαφορές στον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζουν την ίδια κατάσταση. Κατ’ αρχάς, οι κοινωνικοί επιχειρηματίες του κερδοσκοπικού τομέα έχουν σαν κίνητρο την προσδοκία της εμπορικής ευκαιρίας, ενώ οι μη κερ­δοσκοπικοί κοινωνικοί επιχειρηματίες εστιάζονται κυρίως στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών, Δεύτερον, και οι δύο κατηγορίες επιχειρηματιών αναλαμβάνουν κινδύνους, διαφορετικού όμως είδους. Οι πρώτοι αντιμετωπίζουν τους κινδύνους με όρους απόδοσης κεφαλαίου. Οι δεύτεροι σπανίως διακινδυνεύουν τα κεφάλαιά τους. Γι’ αυτούς ο κίνδυνος συνδέεται με το κοι­νωνικό τους «όνομα» μέσα στην κοινότητα. Τρίτον, ενώ και οι δύο ομάδες επιχειρηματιών πιστεύουν στην κεντρική σπουδαι- ότητα του ρόλου τους, η μελέτη διεπίστωσε, ότι οι μη κερδο­σκοπικοί επιχειρηματίες, σαφέστατα πρέπει να συμπεριλάβουν και μάλιστα να μοιρασθούν τα εύσημα για την επιτυχία τους με μία συλλογικότητα εθελοντών και ωφελουμένων32.
Όποιες και αν είναι οι διαφορές, είναι ενδιαφέρον να πα­ρατηρήσουμε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι επι­χειρηματίες που αποσκοπούν στο κέρδος και εκείνοι που δεν





αναζητούν κέρδος έρχονται κοντά οι μεν με τους δε, ειδικά όσοι ανήκουν στη γενιά της χιλιετίας, οι οποίοι αναζητούν έναν δρό­μο για νέα επιχειρηματικά μοντέλα που συνδυάζουν χαρακτη­ριστικά που υπήρξαν πάντοτε συνυφασμένα με τον αντίστοιχο τομέα. To Economist, σ’ ένα κύριο άρθρο με τίτλο «Κεφαλαια- γορές.με Συνείδηση >> περιέγραψε την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρη ματικότητας:
Για παράδειγμα, ενώ η εταιρία ωφέλειας αποτελεί μία από­πειρα τροποποίησης της κερδοσκοπικής στόχευσης των καπιτα­λιστικών εταιριών ώστε να πλησιάσουν περισσότερο στις κοι­νωνικές και περιβαλλοντικές προτεραιότητες του κοινωνικού κοινόκτητόυ χώρου, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις προχο> ρούν και εκείνες σε δικές τους τροποποιήσεις, προσεγγίζοντας περισσότερο στον κερδοσκοπικό προσανατολισμό των καπιτα­λιστικών επιχειρήσεων. Εννέα πολιτείες των ΗΠΑ -Ιλλινόις, Μέιν, Ροντ Άιλαντ, Μίσιγκαν, Λουιζιάνα, Γουαϊόμινγκ, Βόρεια Καρολίνα, Βέρμοντ και Γιούτα- έχουν θεσμοθετήσει αυτό που αποκαλούν Νόμους L3C. Πρόκειται για παραλλαγές των νόμων που διέπουν εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, που επιτρέπου


σε μη κερδοσκοπικές- επιχειρήσεις να πραγματοποιούν «μικρά κέρδη» εφ’ όσον το βασικό τους αντικείμενο είναι κοινωνικοί σκοποί. Οι Νόμοι L3C παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο στις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις για να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια, κάτι που αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα καθώς προσανατολίζονται όλο και περισσότερο προς κοινωνικά επι­χειρηματικά εγχειρήματα, ενώ διατηρούν τον χαρακτήρα της φιλανθρωπικής οργάνωσης.
'
Παγκόσμια δίκτυα, όπως τα Ashoka, Skoll Foundation, Acumen Fund, και το Κέντρο Προώθησης της Κοινωνικής Επι­χειρηματικότητας του Πανεπιστημίου Duke χρησιμεύουν σαν δεξαμενές εγκεφάλων, εμπορικές ενώσεις, και χρηματοδοτικοί οργανισμοί για την προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικό­τητας σε όλον τον κόσμο. Ο Μπιλ Ντρέιτον, μία ηγετική προ­σωπικότητα του κινήματος κοινωνικής επιχειρηματικότητας, είναι ιδρυτής του δικτύου Ashoka. Ο οργανισμός διοργανώνει διαγωνισμούς που προσελκύουν κοινωνικούς επιχειρηματίες από κάθε γωνιά του κόσμου για να συνεργασθούν επάνω σε διά­φορα ζητήματα από το εμπόριο ανθρώπων ως την επίλυση δια­φορών. Οι κοινωνικοί επιχειρηματίες ενθαρρύνονται να αναρ- τούν τα επιχειρηματικά τους προγράμματα στην ιστοσελίδα



8

Changemakers, στην οποία μπορούν να μπουν τρίτοι και να συνεργασθούν για τη βελτίωση των πρωτοβουλιών τους. Σήμερα η Ashoka στηρίζει πάνω από 3 .000 κοινωνικούς επιχει­ρηματίες σε περισσότερες από εβδομήντα χώρες37.
To Skoll Foundation, ένας άλλος σημαντικός παίκτης στην κοινωνική επιχειρηματικότητα, που ιδρύθηκε το 1999, έχει πραγματοποιήσει χορηγίες που υπερβαίνουν τα τριακόσια πε­νήντα οκτώ εκατομμύρια δολάρια σε ενενήντα επτά κοινω­νικούς επιχειρηματίες και σε ογδόντα οργανώσεις στις πέντε ηπείρους, που ασχολούνται με την προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Η επιτυχία για τους κοινωνικούς επιχειρηματίες εξαρτάται περισσότερο από τη βελτίωση της ευημερίας των κοινοτήτων που υπηρετούν παρά από την απόδοση της επένδυσης. Το βα­σικό ενεργητικό είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, που με τη σειρά του αποτελεί έναν δεσμό αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης, που αναπτύσσεται χάρη στον συνεργασιακό συνεταιρισμό μεταξύ της κοινωνικής επιχείρησης και της κοινότητας. Από αυτήν την άποψη, οι κοινωνικοί επιχειρηματίες που δεν αποσκοπούν στο κέρδος, έχουν γενικώς ένα πλεονέκτημα απέναντι στους επιχει­ρηματίες που εργάζονται με σκοπό το κέρδος, αν και όχι πά­ντοτε, επειδή το πρωταρχικό τους κίνητρο είναι «να κάνουν το καλό» και όχι «να τα πάνε καλά».
\\ Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες χι­λιάδες κοινωνικές επιχειρήσεις με προσωπικό πάνω από δέκα εκατομμύρια άτομα και ετήσια έσοδα πεντακοσίων δισεκατομ­μυρίων δολαρίων. Αυτές οι επιχειρήσεις το 2012 αντιπροσώ­πευαν περίπου το 3,5% του ΑΕΠ της χώρας. Γύρω στο 35% των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, ενώ το 31% είναι ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν σημειώσει μία εντυ­πωσιακή αυξητική τάση. Το 60% του συνόλου των κοινωνικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ ιδρύθηκε από το 2006 και έπειτα, ενώ το 29% ιδρύθηκε το 2011 και το 201239.





Το 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρχαν 62.000 κοινωνικές επιχειρήσεις με προσωπικό 800.000 ατόμων και με μία συνει­σφορά είκοσι τεσσάρων δισεκατομμυρίων λιρών στην εθνική οικονομία|θ Πίτερ Χόλμπρουκ, γενικός διευθυντής της Ομο­σπονδίας Κοινωνικών Επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου ν(ΟΚΕ) αναμένει έναν τριπλασιασμό του μεριδίου των κοινω- νικών επιχειρήσεων στο ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου ως το ϊ 2020. Η ΟΚΕ κάνει ενέργειες για να αναγνωρίσει η κυβέρνηση επισήμως τον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων σαν μία δι- ακριτή οντότητα από τους τομείς του εθελοντισμού και των ιδι­ωτικών επιχειρήσεων, με αντίστοιχα φορολογικά κίνητρα και άλλες μεθόδους στήριξης40.
Στην Αυστραλία, εκτιμάται ότι το 2010 υπήρχαν 20.000, κοινωνικές επιχειρήσεις. Στον μη κερδοσκοπικό χώρο, το 29% των οργανώσεων είχε επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ το 58% των οργανώσεων χρέωνε αμοιβή για τις παρεχόμενες υπη­ρεσίες41.
Η κοινωνική επιχειρηματικότητα, η οποία σήμερα είναι μάλλον ισομερώς καταμερισμένη μεταξύ κερδοσκοπικών και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, είναι πιθανόν να στραφεί προς τη δεύτερη κατηγορία στις επόμενες δεκαετίες, καθώς η κοινωνική οικονομία που βασίζεται στον συνεργασιακό κοι- νόκτητο χώρο θα εξακολουθήσει να κερδίζει έδαφος απέναντι στην καπιταλιστική αγορά.
ι


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου