Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Τα όρια της κυριαρχίας του Μητσοτάκη Τα αίτια κατακρήμνισης του ΣΥΡΙΖΑ Και παραίτηση Α. Τσίπρα Του Βασίλη Τακτικού

 

Α) μέρος

 

Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Ιουνίου, τα συστημικά μέσα επικοινωνίας  εξαίρουν την παντοδυναμία του Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά  δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν  πειστικά την κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ καθώς, έχουν  αλλάξει η κοινωνική βάση  και τα κριτήρια που έφεραν το κύμα  ανόδου μέχρι το 2015 και σημάδια  πτώσης από εκεί και μετά.

 Μέχρι τότε την περίοδο ανόδου 2010-2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν «καβάλα στο κύμα της οργής» του αριστερού λαϊκισμού, της εναντίωσης με το μνημόνιο και τους Ευρωπαίους εταίρους μας, κάτι που ας σημειώσουμε έκανε ταυτόχρονα και ένα σημαντικό κομμάτι της ακροδεξιάς με κατάληξη ο εταίρος του στην Κυβέρνηση ήταν  Πάνος Καμμένος με τους ΑΝΕΛ.

Σήμερα το πολιτικό σκηνικό σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό. Το αντιμνημονιακό αφήγημα ξεπεράστηκε εκ των πραγμάτων ολοσχερώς.  Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ στο μεσοδιάστημα έγινε ένα συστημικό κόμμα και δοκιμάστηκε πάνω από όλα για την αποτελεσματικότητά του και την ικανότητα του να ριζώσει ή όχι στην  κοινωνία. Να κριθεί εκτός των άλλων  όχι μόνο ιδεολογική ρητορική   αλλά και για την πολιτική του διαχειριστική ικανότα και επάρκεια.  Να κριθεί με άλλα λόγια στην πράξη.

Από το 2015 και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται χωρίς σαφές πολιτικό σχέδιο στην οικονομία. Χωρίς  απαιτούμενη πολιτική επάρκεια των στελεχών του σε κρίσιμους τομείς όπως στην οικονομία.

 και χωρίς να έχει αποβάλει τον λαϊκίστικο, βίαιο   και τραυματικό λόγο σου στην επικοινωνία.

Όλα αυτά οδήγησαν σε μία προϊούσα καθοδική πορεία, που δεν αποτυπώθηκε  σε όλη της την έκταση το 2019  για λόγους κοινωνικής μηχανικής  και μηχανικής εξουσίας που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια αλλά στις δύο πρόσφατες   εκλογικές αναμετρήσειςτου 2023.

Από την άλλη πλευρά το ΠΑΣΟΚ ως 3ο κόμμα παρά την βελτίωση του σε ποσοστά, είναι πολύ μακριά για να αποτελέσει τον εναλλακτικό ισχυρό πόλο της αντιπολίτευσης και συσπείρωσης της ευρύτερης κεντροαριστεράς.

Τα όρια της κυριαρχίας του Μητσοτάκη

 

Τα μαζικά μέσα επικοινωνίας που  κατά κύριο λόγο διακινούν  την άποψη περί παντοδυναμίας του Μητσοτάκη δεν βλέπουν το βάθος των πολιτικών εξελίξεων.

Το 40,5  % που κέρδισε ως  ποσοστό η Νέα Δημοκρατίας είναι από τα μικρότερα ποσοστά που έχουν λάβει μονοκομματικές κυβερνήσεις από την περίοδο της  μεταπολίτευσης, έχοντας απέναντι  το 60%  των κατακερμασμένων δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Επομένως δεν κέρδισε την πλειοψηφία της κοινωνικής βάσης αλλά της βουλής και γι΄αυτό υπάρχουν όρια  της κυριαρχίας και ηγεμονίας του Μητσοτάκη.

Το εκλογικό αποτέλεσμα προέκυψε όχι με βάση τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις που παραδοσιακά υπάρχουν.

.

ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκ του αποτελέσματος καταγράφεται ο καλύτερος διαχειριστής. Eίχε στρατηγική  αυτή της διεύρυνσης προς το κέντρο χώρο, είχε καλύτερη ηγετική  ομάδα είχε σταθερή πορεία στους στόχους. 

Είχε καλύτερα ανάγνωση της πραγματικότητας  επικεντρώθηκε καλύτερα στα προβλήματα της οικονομικής  καθημερινότητας, με στοχοπροσήλωση στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πράσινη μετάβαση.

 Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κακή ανάγνωση της πραγματικότητας τοποθετώντας την  κριτική  της   κυβέρνηση  στη ακροδεξιά, σε μια εκτός τόπου και χρόνου κριτική, κάνοντας λαϊκίστικη πολιτική ελάχιστα διαφορετική από εκείνη που έκανε  10 χρόνια πριν το 2012.  Αντιμετώπισε ως ακροδεξιά έκφραση τη Νέα Δημοκρατία, την ίδια στιγμή που η επιλογή της Νέας Δημοκρατίας ήταν η στροφή της προς το κέντρο ενώ σχηματιζόταν μία καθαρή ακροδεξιά στα δεξιά της που είναιι αθροιστικά φθάνει  το 13%.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρα από την άσκηση αντιπολίτευσης σε θέματα που προέκυπταν από αστοχίες της Κυβέρνησης, σε επιμέρους ζητήματα διαχείρισης στην  επικαιρότητα. Δεν υπήρχε ποιοτική διαφορά για τα θέματα της οικονομίας όπου δεν τόλμησε να θίξει τα κέρδη των  πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, αντίθετα  υπερφορολόγησε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί περαιτέρω ο χώρος.

 Στον τομέα της εργασίας εκφράστηκε με ευχολόγια περί δικαιωμάτων εργαζομένων, αξιοπρέπειας, κι άλλες γενικότητες ενώ το κεντρικό  πρόβλημα είναι οι πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς εργασίας.  Στη στεγαστική πολιτική πού υπάρχει επίσης σοβαρό έλλειμμα δεν βρήκε να αρθρώσει μία άλλη πρόταση ούτε στο ενεργειακό πρόβλημα.

Έτσι άφησε ελεύθερο το πεδίο   διαμορφώνεται η κοινή γνώμη από τις επιδοματικές πολιτικές της Νέας Δημοκρατίας που χρηματοδοτήθηκαν από το ταμείο ανάκαμψης. 

Ακόμη  θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, πως άν οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες είναι πολύ ευνοϊκές για  την κυβέρνηση  της Νέα Δημοκρατίας  κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι, ειδικότερα οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες μετά από δύο χρόνια θα παραμένουν ίδιες. Και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτή η ρευστότητα που παρατηρείται σήμερα στο χώρο της αντιπολίτευσης θα παραμείνει με την ίδια μορφή μετά την παραίτηση Τσίπρα.

Εάν ο Α. Τσίπρας ήταν τελικά ο αδύνατος κρίκος από το 2019 και ύστερα το πλεονέκτημα αυτό χάνεται για την Κυβέρνηση. Ας έχουμε επίσης υπόψη ότι τα σύννεφα μιας παγκόσμιας οικονομικής καταιγίδας στο Διεθνές περιβάλλον είναι ορατά. Μπορεί η Νέα Δημοκρατία δικαίως σήμερα να υπερέχει όλων των άλλων κομμάτων και να παρουσιάζεται με την καλύτερη διαχειριστική επάρκεια όμως αυτό δεν της έχει εξασφαλίσει ανέφελο το μέλλον.

Μια νέα περιοριστική οικονομική πολιτική που εγγυμονεί η ΕΕ θα φέρει κοινωνικές αναταραχές, βλέπε τώρα τι γίνεται  Γαλλία και η Ελλάδα προφανώς, δεν είναι ανθεκτικότερη στην επερχόμενη κοινωνική καταιγίδα.

Εάν τα τέσσερα τελευταία χρόνια ευνοήθηκε από το ταμείο ανάκαμψης και την ποσοτική χαλάρωση και μοίρασε 58 δισεκατομμύρια στους Έλληνες πολίτες για επιδόματα αυτά τα περιθώρια δεν υπάρχουν για την επόμενη τετραετία.

Αντίθετα, από φέτος ξεκινάει πάλι μία περιοριστική οικονομική πολιτική στην Ευρώπη που θα επιδράσει αρνητικά με περικοπές. Η μεταστροφή κλίματος μπορεί να γίνει πριν παρέλθει η επόμενη  διετία όχι τετραετία.

 Ας μην ξεχνάμε το 2009.  η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τότε πήρε 44% και μετά 2,5 χρόνια κατέρρευσε υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης  και του αντιμνημονιακού παροξυσμού.

Η δεξιά και η αριστερά τότε,  με εμπροσθοφυλακή το ΣΥΡΙΖΑ συμμάχησαν για να εκμεταλλευθούν την αντιμνημονιακή υστερία χωρίς να έχουν καμία εναλλακτική πρόταση αντιμετωπίσης του χρέους και της οικονομικής κρίσης. 

Χρειάζεται πράγματι, μία πραγματεία για την ανάλυση της κοινωνικής μηχανικής που ξεπερνά την επιστήμη των δημοσκοπήσεων που μετρούν στιγμιαία την κοινωνική γνώμη. Μια πραγματεία που πραγματικά θα εξηγεί βρισκόμαστε και που πάμε.

Τα αίτια  κατακρήμνισης του ΣΥΡΙΖΑ

 

Για να κατανοήσουμε τα αίτια κατακρήμνισης του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω είπαμε στις αρχές της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ που τροφοδοτήθηκε από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους την περίοδο 2010-2012. Χρειάζεται να καταγραφεί αντικειμενικά η πρόσφατη ιστορία των κομμάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιώντας τότε το  θυμικό, (Το μεγάλο θυμό) που ενδημούσε  με καταγγελτικό λόγο και  το επιχείρημα ότι το μνημόνιο έφερε το χρέος και όχι το αντίστροφο που λογικά ισχύει, αντικειμενικά έπεισε το εκλογικό σώμα ότι υπάρχει εναλλακτική λύση  αγνοώντας τον πολιτικό ορθολογισμό που υποδείκνυε πρώτα πρέπει να αντιμετωπιστεί το χρέος χωρίς πτώχευση.  

Όταν δοκιμάστηκε  αυτή η υποτιθέμενη ριζοσπαστική πολιτική στην Κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2015 είχαμε  και την πλήρη με  αναγκαστική  μεταστροφή και υπογραφή του τρίτου μνημονίου.  Στην κυβερνητική του θητεία ο ΣΥΡΙΖΑ  σταδιακά έκανε  μεταστροφή στο εκλογικό σώμα για να μεταβεί σταδιακά από το θυμικό στον πολιτικό ορθολογισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε άλλαξε  την πολιτική του, αλλά δεν άλλαξε το αφήγημα.  Συνέχισε την ίδια προπαγάνδα μέχρι τις πρόσφατες εκλογές.

 Σε κοινωνικό επίπεδο αυτή η μετάλλαξη  και  διεργασία χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να συνειδητοποιηθεί στο εκλογικό σώμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μεν προσαρμόστηκε και άλλαξε την οικονομική πρακτική του, ενσωματώθηκε από το σύστημα αλλά δεν  άλλαξε το πολιτικό του αφήγημα  και την ατζέντα πολιτικής επικοινωνίας με το εκλογικό του σώμα.  Όλο αυτό μπορεί ο ψηφοφόρος να το εισπράξει και ως πολιτική σύγχυση και ανορθολογισμό.

Αντίθετα συντήρησε το λαϊκίστικό του  προφίλ στον επικοινωνιακό του λόγο ενώ, εφάρμοζε συντηρητικές πολιτικές στην οικονομία  και το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας.

Παράλληλα, στη δεκαετή πορεία του 2012- 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας  ποτέ δεν απέκτησε βαθιές ρίζες στην κοινωνία και στο εκλογικό σώμα, σε ότι αφορά την απήχηση του  στα συνδικάτα, τα επιμελητήρια την τοπική αυτοδιοίκηση και τις συλλογικότητες της κοινωνίας πολιτών.

Κάτι που αντιστοίχως είχε πετύχει το ΠΑΣΟΚ στη μακρά του πορεία και διατηρεί  σημαντικές δυνάμεις μέχρι σήμερα στην τοπική αυτοδιοίκηση και τα συνδικάτα. Μπορεί να νομοθέτησε στη βουλή  για  το δημοκρατικό εκσυχρονισμό την απλή αναλογική, Την κοινωνική οικονομία, την πράσινη οικονομία, τις ενεργειακές κοινότητες,  αλλά έμεινε στους τίτλους  και δεν δημιούργησε καμία προϋπόθεση για την εφαρμογή τους στην πράξη, για να εξασφαλίσει  τους αναγκαίους πόρους για να στηρίξει τους νέους θεσμούς.

Κατέκτησε δηλαδή την κορυφή της πυραμίδας της εξουσίας αλλά ποτέ δεν κατέκτησε τη θεσμική της βάση για να εδραιώσει αυτή την εξουσία.

Και δεν την κατέκτησε γιατί παρέμεινε πάντα ένα κλειστό κόμμα  την εποχή που η κοινωνία ζητούσε ένα ανοιχτό κόμμα της αριστεράς.  Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στην τοπική αυτοδιοίκηση που αντί να ενσωματώσει και να αξιοποιήσει στελέχη από άλλες παρατάξεις προσπάθησε να επιβάλει και στην τοπική εξουσία τα στελέχη  του  κόμματος 3-4%. Εκφράζοντας τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία του αριστερού που όταν κατέχει την εξουσία νομίζει ότι κατέχει και την απόλυτη αλήθεια.

Αυτό που επίσης πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι  στον αντίποδα  των διακηρυγμένων  ιδεολογικών αρχών του, προσπάθησε να δημιουργήσει τον δικό του πελατειακό μηχανισμό με το κράτος. Αυτό  το πρακτικό αποτύπωμα  ουσιαστικά ακύρωσε την Προοδευτική του φυσιογνωμία και αποτέλεσε τη βάση για ένα ΑΝΤΙΣΥΡΙΖΑ μέτωπο από όλες τις πλευρές χωρίς καμιά ρεαλιστική προοπτική συνεργασίας.

 Με αυτά τα χαρακτηριστικά από τη δεύτερη εκλογή του 2015  ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μπει σε μακρόσυρτη  φθορά,  που περνούσε και κάτω από τα ραντάρ των δημοσκοπήσεων και μαζικών  μέσων επικοινωνίας που οι αναλύσεις τους   περιορίζονταν στην επιφάνεια.

Η τετραετία διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη  που ακολούθησε εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι υπήρξε περισσότερο επιτυχής τουλάχιστον σε ότι αφορά την διαχειριστική επάρκεια  των στελεχών της, χωρίς να αγνοούμε βέβαια και την ευνοϊκότερη πολιτική συγκυρία με επιδόματα και παρεμβάσεις της τάξεως των 58 δισεκατομμυρίων.

Είναι προφανές λοιπόν ότι, Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας ως ηγέτης είναι υπεύθυνος για την σημερινή αρνητική εξέλιξη του χώρου. η πτώση ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που δεν υπήρξε αυτοκριτική σε καμία φάση της πορείας που  σημαδεύτηκε με ήττες ιδεολογικές και εκλογικές.

 Το 2015 υπέστη μία μεγάλη ήττα πολιτικού προσανατολισμού.  το 2019 υπέστη δύο εκλογικές ήττες και άλλες δύο εκλογικές ήττες στις πρόσφατες εκλογές. Σε καμία των περιπτώσεων δεν έκανε  αυτοκριτική και   προφανώς δείχνει  έλλειψη πολιτικού αναστοχασμού για όλη την πορεία που ακολουθούσε το κόμμα. 

 Υπήρξε αδυναμία  ανάγνωσης της μεταστροφής του εκλογικού σώματος πού από το 2015  πέρασε από το κύμα της οργής και το θυμικό σε ένα πιο ορθολογικό ρεαλισμό. 

Σήμερα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι χωρίς την κρίση χρέους του 2010 Που ευνόησε τα μικρά κόμματα της αριστεράς αλλά και της ακροδεξιάς είναι ζήτημα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε ξεπεράσει το 5%. Τότε είδε τα ποσοστά του να εκτινάσονται αφού δαιμονολόγησε  το κόμμα εξουσίας που ήταν το ΠΑΣΟΚ συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό κόμμα για να ανέβει αργότερα στην εξουσία.  Από την ιστορία αποδείχθηκε ότι δεν είχε καμία άλλη πρόταση διαχείρισης του χρέους στο επίπεδο πολιτικής εφαρμογής, και στο τέλος της διαδρομής,  όταν άρχισε να  φυλλοροεί εξ αιτίας της ρηχής του ρητορικής αναγκάστηκε να απευθυνθεί για συνεργασία στο ΠΑΣΟΚτο οποίο  πριν είχε   ελεεινογήσει.

Και τότε τίθεται  το ερώτημα από την ίδια πολιτική  ζωή: με ποια αξιοπιστία θα μπορούσε να ηγηθεί της Προοδευτικής Συμμαχίας που επιθυμούσε και διεκδικούσε όταν προηγουμένως είχε καταστρέψει όλες τις γέφυρες προς τον όμορο  χώρο του ΠΑΣΟΚ.

 Θα πει κανείς ότι στην Πολιτική δεν πρέπει να κοιτάζουμε το απώτερο παρελθόν αλλά τις συνθήκες που υπάρχουν τώρα μπροστά μας.  Ασφαλώς ναι όταν το παρελθόν δεν μας καταδιώκει και το παρελθόν καταδιώκει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα κάθε συνεργασία όπως η προοδευτική συμμαχία που προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ  κτίζεται όταν  έχει τα βασικά στοιχεία ειλικρίνειας  και μιας σχετικής υπερβάσης από το απόλυτο κομματικό συμφέρον, σε ένα υπέρτερο κοινωνικό συμφέρον, στοιχεία που δεν επέδειξε ο Α. Τσίπρας ούτε στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Τώρα οι  εξελίξεις μάλλον θα τρέξουν πιο γρήγορα χωρίς τον Α. Τσίπρα. Αλλά για να είναι πλήρης η ανάλυση  θα πρέπει να αναλύσουμε και τις συνθήκες που υπάρχουν στο έτερο πόλο της Κεντροαριστεράς το ΠΑΣΟΚ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου