Γράφει ο Βασίλης Τακτικός
Το άλλο ζήτημα που συνδέεται με τα μαζικά μέσα επικοινωνίας
είναι η διαφάνεια και η καταπολέμηση της διαφθοράς. Την ώρα που γράφεται αυτό
το βιβλίο οι αποκαλύψεις της σκανδαλώδους διαπλοκής μεταξύ της οικονομικής ελίτ
τραπεζιτών, εφοπλιστών, μεγαλοεπιχειρηματιών, μεταξύ media και δημοσιογράφων,
λαμβάνουν προκλητικές διαστάσεις στην ροή του μαύρου χρήματος και από ότι
διαπιστώνεται, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή με τις περιβόητες λίστες με
καταθέσεις στο εξωτερικό και φοροδιαφυγή.
Ένα από τα πολλά «κόλπα»
που αποκαλύπτονται στις μέρες μας με τις νομότυπες περίπλοκες συναλλαγές είναι
ότι οι τράπεζες έδιναν δάνεια σε media και δημοσιογράφους χωρίς καμία
εμπράγματη εγγύηση. Τα δάνεια που έπαιρναν έμπαιναν εγγυητές τραπεζίτες και
όταν στη συνέχεια δεν τα εξοφλούσαν οι δανειολήπτες, τα κάλυπταν με περίτεχνους
τρόπους οι ίδιοι οι τραπεζίτες.
Η σκοπιμότητα όλης αυτής της διαδικασίας είναι προφανής.
Πρόκειται για ένα τέχνασμα ώστε να μην δίνονται απευθείας μίζες στους «διαμεσολαβητές»
που είναι ποινικά κολάσιμες, αλλά να τα παίρνουν ως δάνεια χωρίς ποινικές
κυρώσεις και χωρίς πρόβλημα με το πόθεν έσχες. Άψογο λοιπόν κόλπο για να
χαρίζονται θαλασσοδάνεια χωρίς εγγυήσεις σε ανθρώπους των ΜΜΕ, αλλά για άλλες εποχές
πριν την μεγάλη «φούσκα», όταν οι τράπεζες μπορούσαν να σκεπάζουν όλες αυτές
τις κομπίνες.
Όμως σήμερα με το ένα
τρίτο του πληθυσμού στην φτώχεια, το σκάνδαλο της εκτεταμένης αυτής διαφθοράς
δεν μπορεί να καλυφθεί. Αυτές οι περιπτώσεις είναι μόνον ενδεικτικές, γιατί δεν
υπάρχει χώρος που να μην έχει διαβρωθεί και ας μείνουμε μόνον στις μεγάλες
κομπίνες με το Ε.Σ.Π.Α και τα επιδοτούμενα προγράμματα, αφού τώρα αρχίζουν
μόλις να αποκαλύπτονται.
Τον Δεκέμβριο του 2013 η χώρα μας αναδείχθηκε πρωταθλήτρια
της διαφθοράς μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε.
Τα ελληνικά Μ.Μ.Ε. αντί να προβάλουν επαρκώς αυτές τις
εξελίξεις σε σχέση με το μέγεθος των κοινοτικών πόρων που κάνουν ‘’φτερά» και
με την καταπολέμηση της απάτης, δημιούργησαν έναν κατά τα φαινόμενα τεχνητό
αντιπερισπασμό δημοσιότητας, με τις γνωστές περιπτώσεις Μ.Κ.Ο. που βρίσκονται
από χρόνια στη δικαιοσύνη, για να απασχολήσουν την κοινή γνώμη με τα μικρά,
έτσι ώστε να μην βλέπει τα μεγάλα όργια της διαφθοράς με τους κοινοτικούς
πόρους.
Ο παροξυσμός των Μ.Μ.Ε. και το πανδαιμόνιο των εντυπώσεων
που δημιούργησε ένας ορυμαγδός δημοσιευμάτων σχετικά με τις αρπαγές
επιχορηγήσεων των Μ.Κ.Ο., ελάχιστα καινούρια στοιχεία έφερε τελικά στην
επιφάνεια. Οι περισσότερες των περιπτώσεων ήσαν ήδη γνωστές από το 2011, όταν
ξεκίνησε η έρευνα για την ΥΔΑΣ –Διαχειριστική Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών-
και για υποθέσεις που έχει επιληφθεί η δικαιοσύνη.
Ένας τέτοιος παροξυσμός δημοσιότητας των Μ.Μ.Ε. δεν έγινε
ούτε στις υποθέσεις φαρμάκων, ούτε στο λαθρεμπόριο καυσίμων και εξοπλισμών που
αθροιστικά μετρούνται σε δεκάδες δισεκατομμύρια έναντι της χρηματοδότησης των
Μ.Κ.Ο. από το ΥΠ.ΕΞ. που δεν ξεπερνάει στο σύνολο τα 500 εκατομμύρια ευρώ τα
τελευταία 12 χρόνια.
Αντίθετα κάποιες πολύ πιο σημαντικές αποκαλύψεις διαφθοράς
πέρασαν στα ‘’ψιλά» των εφημερίδων όπως το σκάνδαλο μαμούθ των 220 εκατομμυρίων
ευρώ στην Ψηφιακή Σύγκλιση όπως και παρατυπίες, επιλογές, αναθέσεις
εκατομμυρίων σε διαπλεκόμενες Μ.Κ.Ο. από τα προγράμματα ανάπτυξης ανθρώπινου
δυναμικού.
Εάν σε αυτά προσθέσουμε το όργιο διαφθοράς της ‘’βιομηχανίας
σεμιναρίων» και άχρηστων μελετών για την ανεργία με πόρους του ευρωπαϊκού
κοινωνικού ταμείου, και τα θαλασσοδάνεια των Μ.Μ.Ε. χωρίς εγγυήσεις και καμία
προοπτική επιστροφής τότε μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως ο φαρισαϊσμός και η
υποκρισία της κατασκευασμένης δημοσιότητας έχει κατασπαράξει για μια ακόμη φορά
την ουσία.
Ο φαρισαϊσμός ως πολιτική συμπεριφορά δεν είναι ασφαλώς
καινούριο φαινόμενο με την διαφορά όμως ότι σήμερα ο «λογαριασμός» της
υποκρισίας πληρώνεται με κοινοτικούς πόρους.
Με αφορμή αυτά το γεγονότα μπορούμε να δούμε ότι στις
περισσότερες υποθέσεις που αποκαλύπτονται σχετικά με τη διασπάθιση κοινοτικών
πόρων και κοινοτικών προγραμμάτων, υπάρχει διευκόλυνση από τις διαχειριστικές
αρχές στην επιλογή των εγκριθέντων ποσών. Για παράδειγμα, όλοι οι παροικούντες
στην Ιερουσαλήμ, γνωρίζουν ότι καμία εταιρεία δεν μπορεί να αντλήσει σημαντικές
επιχορηγήσεις, δίχως την υποστήριξη εκ των έσω, όσα προσόντα κι αν διαθέτει,
γιατί υπάρχουν πολλοί φορείς με τα ίδια προσόντα.
Ιδιαίτερα στα προγράμματα που αφορούν άυλες ενέργειες
ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού, ψηφιοποίηση υλικού από την κοινωνία της
πληροφορίας, πολιτισμού και δια βίου μάθησης. Το επάγγελμα είναι «κλειστό» και
προβάλλονται διάφορα γραφειοκρατικά εμπόδια ώστε να μην έχουν πρόσβαση οι
πολλοί. Στο κόλπο ασφαλώς είναι εκείνοι που διασυνδέονται ως ειδικοί με
εσωτερικές εταιρείες και διαχέουν πληροφορίες πολύ πριν γίνει η αξιολόγηση,
στους «δικούς» τους. Διαμορφώνοντας ανάλογα τις προσκλήσεις με φωτογραφικές
διατάξεις πάνω σε γραφειοκρατικές προϋποθέσεις, οι οποίες αλλάζουν κάθε φορά,
ανάλογα με τις εταιρείες που πρέπει να ευνοηθούν. Στις καλές εποχές υπήρχε και
ένα ποσοστό που δινόταν με αντικειμενικά κριτήρια. Αυτοί οι άνθρωποι κλειδιά
στο «μοίρασμα» των προγραμμάτων, βρίσκονται στην ίδια θέση για πολλά χρόνια. Οι
κυβερνήσεις πέφτουν και αλλάζουν, αλλά οι ίδιοι παραμένουν ως αναντικατάστατοι
εμπειρογνώμονες. Προσαρμόζονται γρήγορα με κάθε νέα πολιτική ηγεσία, για να
κάνουν τα ρουσφέτια της, κρατώντας παράλληλα ένα σημαντικό μερίδιο εύνοιας προς
το δικό τους κύκλωμα.
Το κύκλωμα αυτό δουλεύει με τον τρόπο που δούλευαν τα κυκλώματα που
έχουν αποκαλυφθεί στην Εφορία, στις Πολεοδομίες και στους Δήμους. Οι
διασυνδεδεμένοι με τους μέσα παίρνουν την «μερίδα του λέοντος» ως συνήθως είναι,
όσοι «ταΐζουν» το σύστημα. Οι υπόλοιποι γρήγορα απογοητεύονται εάν δεν ψάξουν
να βρουν τον άνθρωπο «κλειδί» που θα μπορεί να είναι κοντά στη Διαχειριστική
Αρχή.
Για μεγάλη μερίδα των Μ.Μ.Ε. τα οποία πρώτα σέρνουν το χορό
στην αδιαφάνεια της χρηματοδότησής τους και στα θαλασσοδάνεια που μαθηματικά
δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρώσουν τους φάνηκε πως βρήκαν την «χρυσή ευκαιρία»
στη καθημερινή τους άσκηση στο φασισμό της ενημέρωσης.
Προσπαθούσαν έτσι να αποπροσανατολίσουν για μια ακόμη φορά
την κοινή γνώμη με την προσφιλή τους τεχνική, εκείνη του μεγεθυντικού φακού που
παρουσιάζει μερικά ποντίκια και τα τρωκτικά ως Μαμούθ και ελέφαντες και
σμίκρυνσης που παρουσιάζει τις τίγρεις και τις ύαινες ως άκακα γατάκια.
Πιεσμένοι από τα δικά τους ασφυκτικά προβλήματα και το
κλείσιμο της στρόφιγγας των θαλασσοδανείων κατ’απαίτηση της ίδιας της Τρόικας
δεν έχουν το καθαρό μυαλό για να αντιληφθούν πως το «ναρκοπέδιο» της ενημέρωσης
το οποίο από καιρό έχουν στήσει με την συχνή στοχοποίηση των Μ.Κ.Ο. για να
πλήξουν στο σύνολο τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, τον εθελοντισμό
και τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας θα είναι πρώτα εκείνα τα Μ.Μ.Ε. και
οι πολιτικοί τους συνέταιροι που θα εκτεθούν όταν τα θαλασσοδάνεια τελειώσουν.
Ο φαρισαϊσμός των media αντικατοπτρίζει ακριβώς την
υποκρισία του πολιτικού συστήματος, που θέλει να απομακρύνει τον φακό της
δημοσιότητας από τις ίδιες τις διαχειριστικές αρχές που λειτουργούν ως
εκκολαπτήρια της νομιμοποιημένης διαφθοράς, δεκάδων δισεκατομμυρίων που
χάνονται στο λαβύρινθο της γραφειοκρατικής ανακύκλωσης, δίχως φυσικό
αντικείμενο και δίχως να προσφέρουν τίποτε ουσιαστικό αυτά τα προγράμματα στην οικονομία
και την κοινωνία.
Όλα αυτά τα συμπτώματα που χρειάζεται κανείς τόμους για να
τα καταγράψει έχουν βαθύτερες ρίζες στην αποσάθρωση του συστήματος, την ηθική
παρακμή, αλλά κυρίως οφείλεται στη μαζική κουλτούρα που λανσάρουν τα ΜΜΕ και η
οποία είναι συνυφασμένη με την άνοδο της ασημαντότητας στο συλλογικό φαντασιακό
της κοινωνίας, όπως διατύπωσε πριν από χρόνια ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο
ομώνυμο βιβλίο του.
Πρόκειται για την καλλιέργεια της συλλογικής αυταπάτης του
καταναλωτισμού, που βρήκε έδαφος για να αναπτυχθεί μέσω της ψευδεπιστήμης της
οικονομίας και της επιστημονικοποίησης της ιδεολογίας, θεωρίες που αναπτύχθηκαν
με πρόσχημα τον ορθολογισμό. Μια μαζική κουλτούρα που έδωσε την ευκαιρία στις
πολιτικές και οικονομικές ελίτ να λεηλατήσουν το μέλλον της κοινωνίας.
Η μαζική κουλτούρα βεβαίως, αντλεί το υλικό της ακόμη και
από τις άλλοτε επαναστατικές θεωρίες. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι
ολόκληρη την περίοδο της νεωτερικότητας με βάση το κυρίαρχο πνεύμα του
Διαφωτισμού και την επικράτηση του ορθολογισμού, που εκτός από τις φυσικές
επιστήμες, έγινε μια προσπάθεια επιστημονικοποίησης της οικονομίας και κατ’
επέκταση της ιδεολογίας.
Μια προσπάθεια δηλαδή να εξηγηθεί η ιστορία με την φυσική
αιτιοκρατία και ιστορικές νομοτέλειες, που αναπόφευκτα κατέληξαν σε προφητείες
και δόγματα. Η ιστορία εκ των υστέρων μας έδειξε ότι δεν υπάρχουν πλήρως
αντιστοιχίες με αυτά που συμβαίνουν στη φύση να ισχύουν και στις ανθρώπινες
σχέσεις.
Ο άνθρωπος μπορεί να είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του,
όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς, αλλά
μπορεί να είναι και συνεργατικός όπως οι μέλισσες. Ποια τάση τελικά επικρατεί
εξαρτάται από την ιδεολογία, την ηθική και την επικοινωνία.
Οι δυο βασικοί κλασσικοί στη θεωρία της οικονομίας, ο Άνταμ
Σμίθ ως θεωρητικός της οικονομίας της αγοράς και ο Μάρξ ως θεωρητικός του
επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν απέφυγαν τελικά την μεταφορά της αιτιοκρατίας
της φύσης στην οικονομική ιστορία και για αυτό οι διδασκαλίες τους κατέληξαν σε
δόγματα που εν μέρει μόνον μπορούν να διαφωτίσουν τις εξελίξεις της ιστορίας.
Όταν προβάλλονται μονομερώς αυτά τα δόγματα της οικονομίας, του κράτους
και της αγοράς, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτά άλλοτε εκκολάπτουν και άλλοτε
προστατεύουν την αρπακτικότητα της κάθε οικονομικής ή γραφειοκρατικής
ολιγαρχίας, αποδυναμώνοντας την ίδια την κοινωνία.
__________________
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου