Η υπάρχουσα κατάσταση
Η πολιτική κατάρτισης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα
τελευταία 18 χρόνια έχει δημιουργήσει πολλαπλά αδιέξοδα.
Σημαντικοί κοινοτικοί πόροι εξανεμίζονται μέσω του
λαβυρίνθου της νομιμοποιημένης διαφθοράς που διαστρέφει τις έννοιες και το
νόημα της δια βίου μάθησης για να γίνουν οι πόροι λάφυρο της διαπλοκής
οργανωμένων συμφερόντων απορρόφησης
·
Το ίδιο το μοντέλο που ακολουθήθηκε για την
κατάρτιση είναι εξαρχής λάθος. Επειδή η εκπαίδευση στην Ελλάδα συνηθίζεται να
παρέχεται σε σχολικές αίθουσες, με τον ίδιο τρόπο κρίθηκε ότι και η κατάρτιση
θα γίνεται σε παρόμοιους χώρους. Έτσι δημιουργήθηκαν «σχολεία ενηλίκων», μακριά
από χώρους εργασίας, δηλαδή οι εξειδικευμένοι φορείς όπως τα ΙΕΚ για την αρχική
επαγγελματική κατάρτιση που ελέγχονται από το Υπ. Παιδείας και τα ΚΕΚ για την
συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση που ελέγχονται από το Υπ. Εργασίας. Η
αντιγραφή ενός κακέκτυπου σχολείου για ενήλικους επέφερε μηδαμινά αποτελέσματα.
Υπάρχει επικάλυψη αρμοδιοτήτων και απουσία στόχευσης.
·
Συνέπεια είναι ότι οι πόροι εκτρέπονται από τον
αντικειμενικό προορισμό τους που είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας και
οδηγούνται στον πλουτισμό κάθε είδους μεσαζόντων. Οι πόροι δεν κατευθύνονται
στους ανέργους, ούτε οδηγούν σε αύξηση νέων θέσεων εργασίας, αντιθέτως
καταλήγουν σε μεσάζοντες και σε πιστοποιημένες υποδομές (αίθουσες, προσωπικό
και άλλο διαχειριστικό κόστος) που επιβαρύνουν υπέρμετρα τα προγράμματα.
·
Οι ωφελούμενοι άνεργοι υποχρεούνται σε πολύμηνη
θεωρητική κατάρτιση στα θρανία, με αποτέλεσμα να μένουν για πολλούς μήνες
μακριά από εργασιακούς χώρους, να παραμένουν στην αδράνεια και να περιορίζουν
τις απαιτήσεις τους στην είσπραξη του επιδόματος απλώς για την παρακολούθηση
μαθημάτων.
·
Τα σεμινάρια δεν είναι στοχευμένα στις τοπικές
παραγωγικές συνθήκες, αλλά προκηρύσσονται σε ειδικότητες που δεν έχουν προκύψει
από έρευνα αναγκών και δυνατοτήτων κάθε περιοχής. Έτσι δημιουργείται το
φαινόμενο των «επαγγελματιών ωφελουμένων» που περιφέρονται από σεμινάριο σε σεμινάριο κάθε είδους, με
μοναδικό κίνητρο το επίδομα, (πχ σεμινάριο για «αλουμινοκατασκευές» που
παρακολουθούν μόνο γυναίκες που ποτέ δεν άσκησαν αυτό το επάγγελμα, ούτε έχουν
ενδιαφέρον να το ασκήσουν).
·
Η πρακτική άσκηση σε επιχειρήσεις είναι μικρής
διάρκειας σε σχέση με τα θεωρητικά μαθήματα, υλοποιείται μετά το πέρας της
θεωρητικής κατάρτισης, δηλαδή μετά από πολύμηνη παραμονή στα θρανία. Καμιά
σοβαρή επιχείρηση δεν εμπιστεύεται τον εξοπλισμό και την παραγωγική της
διαδικασία σε άτομα που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο
αντικείμενο, που δεν έχει επιλέξει η ίδια, που δεν έχει εκπαιδεύσει η ίδια με
τον τρόπο που αυτή γνωρίζει καλύτερα. Η συνήθης οδηγία που δίνουν οι
επιχειρήσεις πρακτικής στους
καταρτιζόμενους είναι «καθίστε και μην κάνετε τίποτε». Αποτέλεσμα είναι ότι
στην καλύτερη περίπτωση να περιορίζονται οι ωφελούμενοι σε ένα μικρό χώρο και
να βαριούνται. Γενικώς υπάρχει δυσκολία να βρεθούν σοβαρές επιχειρήσεις
πρόθυμες να εμπλακούν σε αυτή την ψευδεπίγραφη» διαδικασία με μοναδικό κίνητρο,
όχι την αύξηση της παραγωγής της, αλλά μόνο το οικονομικό αντίτιμο με τον φορέα
κατάρτισης.
·
Ο έλεγχος από τις διαχειριστικές αρχές είναι από
ανύπαρκτος ως υποτυπώδης. Αυτό είναι γνωστό σε όλους τους εμπλεκομένους με τις
αντίστοιχες επιπτώσεις στην ποιότητα της κατάρτισης.
·
Το ποσά που καταλήγουν στους φορείς κατάρτισης
είναι δυσανάλογα σε σχέση με όσα καταλήγουν στους ανέργους με αναλογία 7/3.
·
Ένα μεγάλο κομμάτι των κοινοτικών πόρων για την
Δια βίου μάθησης διατίθεται μέσω του Υπ.
Παιδείας μέσω της Γενικής Γραμματείας Δια Βίου Μάθησης ελέγχει τα ΙΕΚ, τα
σχολεία 2ης ευκαιρίας, την δια βίου μάθηση των δήμων, το μητρώο φορέων δια βίου
μάθησης, την ελληνομάθεια για τους αλλοδαπούς, το ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ, το ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ, τις σχολές γονέων, τον οργανισμό
ΕΟΠΠΕΠ που πιστοποιεί ΚΕΚ και εκπαιδευτές.
·
Σύμφωνα με τον ν. 3879/2010 για την ανάπτυξη της
δια βίου μάθησης, το άρθρο 14 παρ. 2β και 2γ προβλέπει ότι οι φορείς άτυπης
μάθησης μπορούν να είναι επίσης φορείς του κοινωνικού τομέα (ή κοινωνικοί
φορείς), που λειτουργούν με τη μορφή σωματείου, ιδρύματος ή αστικής μη
κερδοσκοπικής εταιρίας ή ένωσης προσώπων και φορείς του ιδιωτικού τομέα (ή
ιδιωτικοί φορείς), με οποιαδήποτε νομική μορφή.
·
Παρά ταύτα η δια βίου μάθηση γίνεται από
δημόσιους φορείς χωρίς καμία συμμετοχή μέχρι τώρα από φορείς της κοινωνικής
οικονομίας .
Αυτό έχει ως συνέπεια να μην εξυπηρετούνται οι βασικοί σκοποί της δια βίου μάθησης και ευρωπαϊκοί
κανονισμοί διάθεσης των κοινοτικών πόρων για μια σειρά από λόγους.
Οι πόροι που έχουν προορισμό την δια βίου μάθηση και
μάλιστα με προτεραιότητα τους ανέργους, καταλήγουν συμπλήρωμα της δημόσιας
τυπικής εκπαίδευσης και πολλές φορές ως επίδοματων βολεμένων στο δημόσιο και
δημόσιες επιχειρήσεις.
Και βέβαια δεν υπάρχει καμία σχέση με τις επιταγή του
νόμου για την δια βίου μάθηση που είναι «η απόκτηση ή η ανάπτυξη γνώσεων,
δεξιοτήτων και ικανοτήτων, οι οποίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας
ολοκληρωμένης προσωπικότητας, στην επαγγελματική ένταξη και εξέλιξη του ατόμου,
στην κοινωνική συνοχή, στην ανάπτυξη της ικανότητας ενεργού συμμετοχής στα
κοινά και στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη».
Η κατάληξη είναι να ωφελούνται οι προνομιούχοικαι όχι
εκείνοι που κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός αγοράς εργασίας.
·
·
Συμπέρασμα.
·
Η κατάρτιση όπως εφαρμόζεται σήμερα είναι
προσχηματική, εθίζει όλους τους εμπλεκομένους σε ένα καθεστώς συνενοχής στο
έγκλημα της κατασπατάλησης των πόρων (φορείς κατάρτισης, επιχειρήσεις
πρακτικής, εκπαιδευτές, ανέργους) και κυρίως δεν δημιουργεί νέες θέσεις
εργασίας.
·
Υπάρχει ανάγκη για ενιαία πολιτική
επαγγελματικής κατάρτισης μέσω διυπουργικού οργάνου που θα περιλαμβάνει και την
αρχική και την συνεχιζόμενη κατάρτιση.
·
Υπάρχει ανάγκη για αλλαγή φιλοσοφίας του τρόπου
προκήρυξης των προγραμμάτων με στόχο την εξοικονόμηση πόρων από όπου αυτοί
μπορεί να εξοικονομηθούν (πχ αίθουσες διδασκαλίας, λειτουργικά κόστη φορέων
κατάρτισης) και να κατευθυνθούν στην επαγγελματική ανάπτυξη των ανέργων, στην
παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, δηλαδή στην παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας.
·
Η συμμετοχή των ζωντανών δυνάμεων της κοινωνικής
οικονομίας στην κατάρτιση (πχ σύλλογοι, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες,
ΚΟΙΝΣΕΠ κλπ), είναι ανύπαρκτη. Συνέπεια
είναι να μην αξιοποιείται το τεράστιο κοινωνικό κεφάλαιο του εθελοντισμού της
κοινωνίας των πολιτών, στην αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος που την
αφορά, δηλαδή της ανεργίας.
·
Δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας
χωρίς την ενεργοποίηση της κοινωνίας και των χιλιάδων οργανωμένων φορέων της.
Οι προτάσεις μας.
·
Οι πόροι πρέπει να κατευθυνθούν στους ανέργους,
όχι για την παρακολούθηση θεωρητικών μαθημάτων, αλλά για την στη κατάρτιση παραγωγή
προϊόντων και υπηρεσιών.
·
Το παραδοτέο των προγραμμάτων, αυτό που πρέπει
να μετράται, πρέπει να είναι η παραγωγή
και όχι οι υπογραφές των ανέργων σε ένα παρουσιολόγιο.
·
Το βάρος πρέπει να πέσει στην πρακτική άσκηση
και όχι στην θεωρητική, σε αναλογία πχ
5/1. Η κατάρτιση πρέπει να γίνεται μέσα στον χώρο εργασίας και όχι σε αίθουσες
διδασκαλίας.
·
Δεν απαιτούνται πιστοποιημένες δομές για τα
θεωρητικά μαθήματα, που αυξάνουν αναιτίως το κόστος. Τα θεωρητικά μαθήματα
μπορούν να γίνονται σε σχολεία ή άλλους χώρους που διαθέτουν οι ΟΤΑ, στην
περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν έχουν κατάλληλους χώρους.
·
Δικαιούχοι των προγραμμάτων κατάρτισης πρέπει να
είναι οι επιχειρήσεις, τα κλαδικά σωματεία εργαζομένων (πχ Εργατικά Κέντρα),
αλλά και οι ΚΟΙΝΣΕΠ και οι άλλες φορείς κοινωνικής οικονομίας και εθελοντισμού,
όπως οι σύλλογοι, οι ΑΜΚΕ, τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται άλλωστε και από τον ν.
3879/2010. Προϋπόθεση ασφαλώς είναι να μπορούν οι φορείς αυτοί να σχεδιάσουν οι
ίδιοι ένα πρόγραμμα κατάρτισης, να
επιλέξουν οι ίδιοι τους ανέργους που θέλουν να εκπαιδευτούν (10-20
άτομα), να μπορούν να τους εκπαιδεύσουν στον χώρος εργασίας και να έχουν
στόχο την αύξηση της τοπικής παραγωγής,
την ανάπτυξη της καινοτομίας και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Συνεπώς οι
ειδικότητες πάνω στις οποίες θα εκπαιδεύονται οι άνεργοι δεν μπορεί να είναι
αρμοδιότητα κάποιων γραφείων, αλλά της ζωντανής τοπικής αγοράς εργασίας.
·
Οι πόροι πρέπει να διαχυθούν σε πολλά μικρά έργα. Οι φορείς κατάρτισης δεν
μπορούν να είναι κλειστό επάγγελμα ολιγάριθμων ειδικών που καρπούνται τεράστια
ποσά ο καθένας.
·
Η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η αξιολόγηση των
προγραμμάτων κατάρτισης πρέπει να γίνεται σε δύο επίπεδα. Πρώτο, το διοικητικό
που θα αναλαμβάνουν οι υπηρεσίες της περιφέρειας και όχι της κεντρικής
διοίκησης, που πρέπει να στελεχωθούν καταλλήλως. Σημαντικότερος όμως πρέπει να
είναι ο κοινωνικός έλεγχος. Αυτό σημαίνει διαφάνεια που μπορεί να γίνεται με ανάρτηση της όλης διαδικασίας στο
διαδίκτυο σε ζωντανό χρόνο και δημόσια παρουσίαση των προγραμμάτων πριν την
έναρξή τους, αλλά και στο τέλος τους.
·
Πρέπει να εξεταστεί η σύγκλιση της αρχικής
επαγγελματικής κατάρτισης και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης υπό
νέο καθεστώς καθώς και οι δύο μορφές κατάρτισης έχουν στόχο την ένταξη,
επανένταξη, επαγγελματική κινητικότητα και ανέλιξη του ανθρώπινου δυναμικού
στην αγορά εργασίας, καθώς και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη
Ακολουθούν οι προτάσεις μας για ένα εξειδικευμένο πρόγραμμαγια
τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς.
Πανελληνιο παρατηρητηριο οκπ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου