Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών
& η Κοινωνική Οικονομία
Η
Κοινωνική Οικονομία σε κάθε μορφή και σε κάθε φάση της εξέλιξης της, από τις
παραδοσιακές μορφές της αχρήματης οικονομίας μέχρι τις σημερινές σύνθετες
μορφές συνεταιριστικής επιχειρηματικότητας, απαιτούσε συλλογική συνείδηση,
αλληλεγγύη και ανεπτυγμένη αντίληψη συνεργατισμού, μεταξύ της κάθε κοινότητας
που θέλει να την εφαρμόσει στην πράξη.
Προπομπός
και εκφραστής αυτής της διαδικασίας σε οργανωμένες μορφές, ήσαν πάντα οι
εθελοντικοί φορείς και Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών. Έτσι, κάθε τοπική
κοινωνική συλλογικότητα, ανθρωπιστικού, πολιτιστικού ή περιβαλλοντικού στόχου
και χαρακτήρα, μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας συνεργατικής δραστηριότητας
σε οικονομικό επίπεδο για την παραγωγή ή διανομή αγαθών και υπηρεσιών.
Με
αυτή την έννοια η κοινωνία πολιτών μπορεί να εμπνεύσει και να υποκινήσει ομάδες
συνεργατισμού για το κοινωνικό επιχειρείν. Σε μια ιστορική αναδρομή θα
μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι ανθρωπιστικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και
εθνοτικές κοινότητες της διασποράς αποτέλεσαν πολλές φορές τη βάση για να
αναπτυχθεί η αλληλέγγυα οικονομία και ο συνεργατισμός, προκειμένου να
αντιμετωπίσουν τη μειονεκτική τους θέση.
Στην
εποχή μας η συνεργατική ισχύς των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών
πολλαπλασιάζεται καθώς κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, μέσα από ιδρύματα
αλληλεγγύης μεταβάλλονται σε κοινωνικές επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν τον
αποκλεισμό και την ανθρωπιστική κρίση. Σ’ αυτό εκτός των άλλων βοηθά, η
εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων με την άνοδο της πληροφορικής και του internet καθώς η ευκολότερη χρήση της επικοινωνίας
διευκολύνει τις ανθρωπιστικές καμπάνιες και τη μεταφορά πόρων και γνώσης προς
τους κοινωνικά αδύναμους.
Ένας
άλλος τεχνολογικός παράγοντας είναι η συντελούμενη Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση
με επίκεντρο την κατανεμημένη ενέργεια στις κοινότητες και τους πολίτες μέσω
της τεχνολογίας των ήπιων μορφών ενέργειας.
Σ’
αυτό τον τομέα ανοίγεται μια νέα δυναμική τάση για τη συνεταιριστική οικονομία.
Έτσι, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός σ’ αυτούς τους τομείς απελευθερώνει δημιουργικές
δυνάμεις της κοινωνίας. Με δεδομένη τη βελτίωση της ικανότητας και
ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, η κοινωνία των πολιτών αρχίζει να γίνεται
καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας για τις
προτεραιότητες της νέας εποχής. Η μεγάλη ποσοτική και ποιοτική αύξηση των
οργανώσεών της, την καθιστά σημαντικό παράγοντα απέναντι στα κράτη και την
κοινωνία. Παράλληλα, η οικολογική αφύπνιση και ο ακτιβισμός απέναντι στην
ανεργία και τη φτώχεια, έφεραν στο προσκήνιο πρακτικές, που όταν εφαρμόζονται
για μακρύ διάστημα οδηγούν αναπότρεπτα στη διεύρυνση της Κοινωνικής Οικονομίας.
Με λίγα λόγια ο συνεργατικός τομέας είναι ο μόνος τομέας που προσφέρει νέες
θέσεις εργασίας και αρχίζει αναγκαστικά να λαμβάνεται υπόψη από τις
κυβερνήσεις.
Παρά όμως τη συμβολή της κοινωνίας των πολιτών
στις παγκόσμιες εξελίξεις, λίγοι είναι εκείνοι οι στοχαστές που έχουν
προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσουν αυτές τις κοινωνικές τάσεις και να ερευνήσουν
σε βάθος αυτό που φέρνει η κοινωνία πολιτών. Πρόκειται ακόμη για μια μειοψηφία
που θα προβάλλει τη νέα συνεργατική κοινωνική ατζέντα, καθώς και το νέο
επικοινωνιακό ρόλο της κοινωνίας των πολιτών για τον εκδημοκρατισμό των
πολιτικών θεσμών εκ θεμελίων προς όφελος των πολιτών.
Ωστόσο
με βάση αυτό τον προσανατολισμό υπάρχει μια παγκόσμια τάση της Κοινωνίας
Πολιτών, μια σημαντική βάση κοινωνικών ακτιβιστών, που αναγνωρίζεται και
αποκαλείται ως «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω», κι αυτή την τάση θα επιχειρήσουμε
να ανιχνεύσουμε στο δεύτερο μέρος αυτού του βιβλίου.
Επιπλέον,
θα εξετάσουμε την κοινωνία πολιτών ως ολότητα, δηλαδή σαν μια ενότητα με
συγκλίνουσα ιστορική ροή που καθορίζει το μέλλον της ανθρωπότητας.
Θα
απαντήσουμε στο ερώτημα εάν μπορεί να υλοποιηθεί το όραμα της «παγκοσμιοποίησης
από κάτω» και πως.
Η
απάντηση είναι ότι ήδη υπάρχει μια ισχυρή παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, η
οποία συσπειρώνει διεθνώς το 60% των οργανώσεων ανά τον κόσμο. Οι οργανώσεις
αυτές δηλώνουν ότι επιθυμούν να δημιουργηθεί μια μόνιμη Συνέλευση της
Παγκόσμιας Κοινωνίας Πολιτών, όπως για παράδειγμα το παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ
ή ακόμα ένα Κοινωνικού Φόρουμ στο εσωτερικό των Ηνωμένων Εθνών, αφού οι στόχοι
των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών ανά την υφήλιο είναι λίγο πολύ κοινοί. Στο
πλαίσιο αυτό μπορούν να δημιουργηθούν περιφερειακές δομές ενότητας της
Κοινωνίας Πολιτών.
Να
δούμε ορισμένα σημεία λοιπόν από τις παγκόσμιες τάσεις της Κοινωνίας Πολιτών:
Το
70% των οργανώσεων διεθνώς ζητά τη διαγραφή του χρέους των χωρών του Τρίτου
κόσμου.
Το
60% ζητά ειρήνη, δικαιοσύνη, πυρηνικό αφοπλισμό, και επιτάχυνση των διαδικασιών
για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Το
50% ζητά περισσότερη βοήθεια για την ανάπτυξη του Τρίτου κόσμου, ενδυνάμωση της
διεθνούς δημοκρατίας, ενίσχυση του ρόλου των Μ.Κ.Ο, στήριξη του δίκαιου
εμπορίου και της ηθικής οικονομίας.
Το
45% ζητά προστασία του περιβάλλοντος, σεβασμό του πρωτόκολλου του Κιότο και
δημιουργία Διεθνούς οργάνωσης για το περιβάλλον. Ακόμη μία φορά η ιδιαιτερότητα
των περιβαλλοντικών θεμάτων και εκστρατειών φαίνεται να είναι αποδεκτή σε
περιορισμένο βαθμό από τα παγκόσμια κινήματα.
Το
43% ζητά τη δημιουργία μόνιμης ειρηνευτικής δύναμης peace- του ΟΗΕ,
εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όρια στις πολυεθνικές
εταιρίες, προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων κι αναγνώριση των
κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών.
Το
39% ζητά έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας από κοινωνικούς και πολιτικούς
θεσμούς έναντι της αγοράς.
Το
30% ζητά να συμπεριληφθούν αντιπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό
σύστημα του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ και του ΟΗΕ.
Αυτά
τα στοιχεία δείχνουν μόνον ορισμένες από τις γενικές τάσεις της οργανωμένης
Κοινωνίας Πολιτών.
Αξίζει
λοιπόν να ανιχνεύσουμε το βάθος των διεργασιών που γίνονται αυτή την περίοδο
στις αρχές του 21 αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο και να προσπαθήσουμε να δούμε τις
τάσεις και δυνατότητες που υπάρχουν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για την
ανάπτυξη της κοινωνικής-συνεργατικής οικονομίας.
Η
Κοινωνική Οικονομία βεβαίως αναπτύσσεται ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά ως
τρίτος τομέας αλλά η κινητήρια δύναμη είναι τα κινήματα και οι Οργανώσεις της
Κοινωνίας Πολιτών, που στην εποχή μας διαμορφώνουν μία νέα ολότητα συνεργατικής
δύναμης.
ΚΡΑΤΟΣ –
ΑΓΟΡΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ
Η
θεωρία της Κοινωνίας Πολιτών σε αντίθεση με το κράτος και την αγορά, παρά τις
ποικίλες αναφορές, είναι ένας τομέας στον οποίο δεν έχουν γίνει ακόμη οι
απαραίτητες επεξεργασίες σε βάθος για τη σημασία του.
Ας
ξεκινήσουμε από την περίοδο διαφωτισμού και τις παραδοχές με τις οποίες οι
μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας, αναγνωρίζουν τρείς καθολικότητες ως
ρυθμιστικούς παράγοντες της κοινωνικής πραγματικότητας: το κράτος, η αγορά και
η κοινωνία των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι συγκλίνουν σχεδόν όλοι
οι κλασικοί της πολιτικής θεωρίας και σκέψης, όπως οι Τζον Λοκ, Άνταμ Σμιθ, Ρουσσώ,
Χέγκελ, Μαρξ, Τοκβίλ, Γκράμσι και οι οποίοι καταπιάνονται ακριβώς με τις
σχέσεις και αλληλουχίες που αναφέρονται σε αυτές τις καθολικότητες. Ολότητες
δηλαδή που ενώνουν τις κοινωνίες προς μια γενική κατεύθυνση και ορίζουν εν
πολλοίς την πορεία και τις τύχες της ανθρωπότητας.
Παρά το αισιόδοξο ρεύμα του διαφωτισμού για το ρόλο
των ενεργών πολιτών, στην προαναφερόμενη περίοδο, η κοινωνία πολιτών ως
ολότητα, είχε μόνον αναλαμπές στο προσκήνιο της ιστορίας κάθε φορά που
εκδηλώνονταν ή υπήρχαν αυθόρμητα κοινωνικά κινήματα. Η δράση της ήταν εν
ολίγοις ισχνή και αποσπασματική.
Σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης οι οργανώσεις της
κοινωνίας και τα κινήματα πολιτών περιορίστηκαν σε δευτερεύοντα ρόλο.
Ιστορικά διαπιστώνεται δηλαδή η έντονη παρουσία της
κοινωνίας των πολιτών μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστατικών
περιόδων, ενώ στη συνέχεια τα κινήματα αυτά σχεδόν πάντοτε υποτάχθηκαν δια
μέσου των κομμάτων, στην εξουσία του κράτους ή εξουδετερώθηκαν από την ηγεμονία
της αγοράς. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών στο διάστημα της πρώτης και της
δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης εμφανίζεται ως ένας χώρος, που περισσότερο
χρησιμοποιείται και σύρεται από τις κομματικές ηγεσίες και δεν διαμορφώνει
πολιτική, με την έννοια της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης. Κάπως έτσι διαψεύστηκαν
ιστορικά οι στοχαστές που υποστήριξαν πρώιμα τις ιδέες της κοινωνικής
απελευθέρωσης.
Αντίθετα, όλη αυτή η περίοδος της πρώτης
και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης χαρακτηρίζεται από την ιεραρχική οργάνωση
της κοινωνίας και της παραγωγής, μια δομή που δεν επιτρέπει την αυτόνομη
οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών πέρα από το συνδικαλισμό και τη συντεχνιακή
αντίληψη. Μ’ αυτό τον τρόπο είχαμε ως λογική συνέπεια την υποταγή στον
κομματισμό και στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ενώ ο ρόλος της κοινωνίας δεν
μπορούσε να είναι ανεξάρτητος και πρωταγωνιστικός σ’ αυτή την ιστορική περίοδο.
Αντίθετα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι
ο ρόλος αυτός περιοριζόταν στη δημιουργία συναίνεσης και ενσωμάτωσης, στο
πλαίσιο του έθνους-κράτους ή ως έκφραση οργανωμένων μειοψηφιών διαφόρων
κοινωνικών ομάδων αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για κάθε είδους λομπίστες και
συντεχνιακές ομάδες πίεσης της εξουσίας.
Συνεπώς, οι θεωρητικές αναφορές στην
κοινωνία των πολιτών σε ελάχιστες περιπτώσεις διαχωρίζονται από την επίδραση
του κράτους και της αγοράς κι αυτό γιατί οι θεσμοί της αποδεικνύονται πρακτικά
πιο ανίσχυροι σε σχέση με τις δύο άλλες καθολικότητες.
Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση με το συγκεντρωτισμό
στην παραγωγή, στην άντληση και τη διάθεση της ενέργειας δεν άφησε σημαντικά
περιθώρια για την οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, ο κατακερματισμός των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε ομάδες
θεματικού ενδιαφέροντος και συντεχνιακών συμφερόντων, ασφαλώς δεν επέτρεπε στις
οργανώσεις αυτές να θέτουν ανεξάρτητα ζητήματα συλλογικής κοινωνικής έκφρασης
και αυτονομίας, πέραν των μηχανισμών των κομμάτων και του κράτους.
Σήμερα, μπορούμε ασφαλέστερα να
αντιληφθούμε ότι, ο κατακερματισμός των οργανωμένων μειοψηφιών εξυπηρετούσε και
εξυπηρετεί ακόμη την ηγεμονία του κράτους και της αγοράς και τις αντίστοιχες
δυνάμεις των ελίτ και τους λομπίστες που ηγεμονεύουν στην κοινωνία οικονομικά,
ιδεολογικά και πολιτικά.
Τα πράγματα αλλάζουν ριζικά με την έλευση
της παγκοσμιοποίησης. Με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και
διαδικτύου, οι εξελίξεις σκιαγραφούνται από την ανάδυση των μεγάλων
περιβαλλοντικών προβλημάτων, την κλιματική αλλαγή, τις μεγάλες ανισότητες, τη
διόγκωση της παγκόσμιας φτώχειας. Αυτές οι συνθήκες εγείρουν και κινητοποιούν,
παράλληλα, πληθώρα μικρών και μεγάλων οργανώσεων, με μεγάλη επικοινωνιακή
εμβέλεια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να λογοδοτούν απέναντι σε αυτά τα
ζητήματα και να παραχωρούν απρόθυμα βέβαια, σημαντικά δικαιώματα στους πολίτες
και τις κοινωνικές οργανώσεις.
Η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των
πολιτών γεννιέται ακριβώς μέσα από τη μεγάλη αντίθεση ανάπτυξης των
επικοινωνιακών δυνατοτήτων σε επίπεδο διαδικτύου και της αυτο-οργάνωσης των
ενεργών πολιτών σε αντίθεση με τις μειούμενες προσφορές του έθνους-κράτους σε
κοινωνική ασφάλεια, δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και κοινωνικών παροχών.
Παράλληλα, με τις πιέσεις που ασκούνται στο κράτος από την οικονομική
παγκοσμιοποίηση προκαλείται και μια άλλη αντίθεση, «το αίτημα της
παγκοσμιοποίησης από τα κάτω», που είναι μια πρώιμη εκδήλωση της παγκόσμιας
Κοινωνίας Πολιτών.
Η ισχύς γεννιέται επίσης, μέσα από τις
απεριόριστες και ολοένα πιο προσιτές επικοινωνιακές εφαρμογές του διαδικτύου,
που αξιοποιούν οι κάθε μορφής συλλογικότητες, οι οποίες αποκτούν πιο δραστήριο
ρόλο στο επίπεδο της επικοινωνιακής διαμεσολάβησης. Αυτό συμβαίνει με την μορφή
της δημοσιογραφίας πολιτών και των ανεξάρτητων «μπλόγκερς», που ανταγωνίζονται
την μονόπλευρη ενημέρωση της εξουσίας του κράτους και των κομμάτων.
Το ποσοτικό και ποιοτικό μέτρο της υλικής
βάσης ανάπτυξης της νέας καθολικότητας της κοινωνίας των πολιτών είναι τα
μετρήσιμα μεγέθη της Κοινωνικής Οικονομίας και της τάσης προς την πράσινη
πολιτική, που επιβάλλεται πλέον επίσημα στην πολιτική ατζέντα των ανεπτυγμένων
χωρών και ιδιαίτερα της Ευρώπης. Αυτή η νέα υλική βάση της Κοινωνικής
Οικονομίας, που διαρκώς μεγεθύνεται σε μια αμφίδρομη σχέση με το λεγόμενο
«κοινωνικό κεφάλαιο», δημιουργεί και τις προϋποθέσεις αυτονομίας σε
πρωτοβουλίες για την κοινωνική και πράσινη επιχειρηματικότητα. Σε πρωτοβουλίες
συνεργατισμού και αλληλεγγύης με εργαλείο την συνεταιριστική πρακτική.
Η κοινωνία των πολιτών ως προϊόν της
τρίτης βιομηχανικής επανάστασης δεν είναι απλά μια συσσώρευση δυνάμεων που
λειτουργεί ως βατήρας για ένα κοινωνικό ξέσπασμα, για να παραδώσει στη συνέχεια
τη δύναμή της μετά την έκρηξή της στην εξουσία του κράτους, όπως γινόταν στο
παρελθόν. Προβάλλει ως μια καθολικότητα με αυτόνομη θεσμική διάρκεια, που
απλώνεται στην κοινωνία και την ενεργοποιεί προς νέες μορφές συλλογικής
δημιουργίας. Επιβάλλει στο κράτος και την αγορά, για πρώτη φορά στην ιστορία,
την ατζέντα της Κοινωνικής Οικονομίας και της κοινωνικής περιβαλλοντικής
ευθύνης. Την επιβάλλει προσφέροντας θέσεις εργασίας με το
συνεργατισμό εκεί που οι άλλοι τομείς συρρικνώνονται.
Αυτή η οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας με τους
θεσμούς αλληλεγγύης και κοινωνικής επιχειρηματικότητας στο βαθμό που
ενοποιείται, επιβάλλεται σταδιακά ως αυτόνομη
καθολικότητα με αιτήματα για την ειρήνη, την οικολογία και την αλληλέγγυα
οικονομία μέσα από τους νέους θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας.
Έτσι,
η ανάγκη για μια νέα αφήγηση της Κοινωνίας Πολιτών υπαγορεύεται από την
σύγχρονη δυναμική της και κατ’ αυτόν τον τρόπο οφείλουμε, να ξεκινήσουμε από
την αρχή αναζητώντας μια νέα περίοδο του διαφωτισμού, αφού δούμε πρώτα τις
διακυμάνσεις, το πως υποτάχθηκε στη λογική του έθνους-κράτους και πως σήμερα
μπορεί να αναδυθεί ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Εάν
δούμε τις πρώιμες θεωρητικές αναφορές για την κοινωνία των πολιτών, στα τέλη
του 19ου και τις αρχές του 2ού αιώνα, σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτές
διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς. Σ’ αυτή την αναδρομή
ξεχωριστή θέση έχουν δύο στοχαστές με δυο αντικριστές θεωρίες όπως ο
φιλελεύθερος στοχαστής Τοκβίλ (Alexis de
Tocqueville 1805–1859)
και ο ηγέτης της Ιταλικής αριστεράς Γκράμσι (Antonio Gramsi 1891–1937). Οι δυο
στοχαστές συνέβαλαν ώστε να αντιληφθούμε τη σχέση της οργανωμένης Κοινωνίας
Πολιτών ως καθολικότητα, με τις άλλες δυο καθολικότητες της αγοράς και κυρίως
του κράτους.
Μολονότι και οι δύο έγραψαν σε μια άλλη
εποχή, με διαφορετικά δεδομένα, και η ερμηνεία τους μπορεί να θεωρηθεί
παρωχημένη για τις σημερινές συνθήκες, η συμβολή τους στη θεωρητική παράδοση
για τη σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος είναι το σημείο αναφοράς
που σηματοδοτεί τα όρια και τις δυνατότητες ελευθερίας του υποκειμένου. Αυτό
που σήμερα θα λέγαμε «ενεργούς πολίτες».
Ο
Τοκβίλ αναδεικνύει τη σημασία του εθελοντισμού σε σχέση με το «λιγότερο κράτος»
και την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνίας των πολιτών, που
πλέον αναγνωρίζονται ευρέως ως καθοριστικοί παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως αναφέρουν οι Putnam και Fukuyama στο έργο τους «Δημοκρατία στην Αμερική»,
ο Τοκβίλ εξετάζει με πραγματικό θαυμασμό, το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων
πολιτών στις ΗΠΑ, οι οποίοι λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι θεσμοί συμβάλλουν στην
οικονομική ανάπτυξη, εξυπηρετώντας παράλληλα μία σειρά κοινωνικών σκοπών,
ενάμιση αιώνα πριν. Αν και η ορολογία διαφέρει από τη σημερινή σε σχέση με τον
εθελοντισμό, το κοινωνικό κεφάλαιο και την Κοινωνική Οικονομία, οι θεσμοί
εθελοντισμού και αλληλεγγύης είναι η βάση της δικής του συλλογιστικής.
Ωστόσο,
πολλές από τις «προφητικές» ερμηνείες του διαψεύδονται από την ίδια την εξέλιξη
της Αμερικής και την εξέλιξη του οικονομικού φαινομένου του καπιταλισμού τον
οποίον άλλωστε δεν αναλύει οικονομικά, όπως έκαναν ο Άνταμ Σμιθ και ο Μαρξ,
αλλά αναφέρεται απλά στις αξίες του φιλελευθερισμού τις οποίες εμπεριέχει.
Ο
Τοκβίλ γράφει για την Αμερική: «Βλέπω ότι τα αγαθά και τα χαλεπά επιμερίζονται
αρκετά ισομερώς. Τα μεγάλα πλούτη εξαφανίζονται και ο αριθμός των μικρών
περιουσιών πολλαπλασιάζεται. Δεν υπάρχουν πια ούτε η αχανής χλιδή ούτε η
ανεπανόρθωτη εξαθλίωση. Η φιλοδοξία είναι καθολικό συναίσθημα, λίγες όμως είναι
οι άμετρες φιλοδοξίες». Και παρακάτω: «Τα ήθη είναι ήπια και η νομοθεσία
ανθρώπινη... Η βία είναι σπάνια και η σκληρότητα σχεδόν ανύπαρκτη... Και αυτό
που παρατηρώ σε σχέση με τις περιουσίες εμφανίζεται με μύριες όσες μορφές. Όλα
σχεδόν τα ακραία φαινόμενα γλυκαίνουν και αμβλύνονται και όλα τα έντονα σημεία
σβήνουν, αφήνοντας τη θέση τους σε κάτι το μεσαίο». Δυστυχώς, τίποτα από αυτές
τις ρομαντικές περιγραφές δεν ισχύει σήμερα στην Αμερική.
Ο
κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, συγκρίνοντας τα «προφητικά όρια» και τις
«προβληματικές ανεπάρκειες» του Τοκβίλ, σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες
αδυναμίες του Μαρξ, διαπιστώνει ότι και οι δύο στοχαστές δεν μπορούσαν να
ξεφύγουν από την εποχή τους, τις αφετηριακές αξίες και επιλογές τους με
αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, η ειρωνεία της
ιστορίας επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά: οι δύο αντίθετες και αντικριστές
αναγνώσεις του μέλλοντος εμφανίζονται ως παραπληρωματικά μέρη μιας ενεργούς και
επίκαιρης αντιπαράθεσης αξιών, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο στοχαστές μπορούν
να συγκριθούν όχι ως προς την αναλυτική τους δεινότητα, αλλά ως προς την
κατεύθυνση και τις προεκτάσεις της προταγματικής τους ανεπάρκειας.
Ο
Γκράμσι, από την άλλη πλευρά, εισάγει στην πολιτική θεωρία την έννοια τις
ιδεολογικής ηγεμονίας του «οργανικού διανοούμενου» και το γεγονός ότι
σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι προωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις
της τάξης τους, διαμορφώνοντας έτσι και τις τάσεις που επικρατούν στο επίπεδο
πολιτικής ηγεσίας.
Η
κοινωνία των πολιτών είναι τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της
δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς, αλλά
είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό,
θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Το ρόλο αυτό παίζουν οι οργανωτικοί
διανοούμενοι, με στόχο την ιδεολογική ηγεμονία.
Επομένως
κατά τον Γκράμσι, προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος, δεν αρκεί να
μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να
αναλύσουμε εκείνο το σύνολο φαινομένων που αποκαλούσε «οργάνωση της
κουλτούρας», δηλαδή: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές
επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ.
Ο
Γκράμσι αντιτάχθηκε με τον τρόπο του στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές
μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή στον οικονομίστικο
αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Λένιν.
Οι βασικές συνεισφορές του Γκράμσι στην πολιτική σκέψη
ήταν:
·
Η
έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας», ως μέσο διατήρησης της κυριαρχίας του
καπιταλιστικού κράτους και ο τονισμός της ανάγκης για τη μόρφωση των εργατών,
ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να
γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας».
·
Η
διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.ά.),
που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας των πολιτών (οικογένεια,
εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.ά.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού
κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης.
·
Τέλος,
άλλη μια συνεισφορά του Γκράμσι, είναι η πρωταρχική σημασία του ιστορικού
υποκειμένου, δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά
ιστορικό της πλαίσιο και η κριτική του οικονομικού ντετερμινισμού.
Πρέπει,
βέβαια να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές
συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά
και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει
επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον
κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας.
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο παρατηρούμε ότι,
έχουμε μια εξελικτική διαδικασία συμμετοχής, η οποία επιδρά στο μετασχηματισμό
της δημοκρατίας έναντι του κρατικού αυταρχισμού. Ένας μετασχηματισμός ο οποίος
συντελείται μάλιστα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της
ανοικτής κοινωνίας. Μια εξέλιξη η οποία σχετίζεται αφενός με την παράδοση του
φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη των κατακτήσεων του κινήματος των
εργαζομένων, των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ολόκληρη η Ευρώπη επίσης έχει, την ιστορική
εμπειρία και την αποστροφή από το αποκρουστικό πρόσωπο του ολοκληρωτισμού –
Ναζισμού κι αυτή η απώθηση συνέβαλε στην εμπέδωση της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Αργότερα, τα νέα δεδομένα της
οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της επικυριαρχίας της αγοράς έρχονται να
περιορίσουν την κοινωνική προστασία του έθνους-κράτους. Αυτά τα νέα δεδομένα
έρχονται με την σειρά τους να ωθήσουν την κοινωνία πολιτών προς την αυτενέργεια
και τις πρωτοβουλίες αυτο-οργάνωσης. Έτσι, ανάμεσα στο κράτος και την αγορά
αναδύεται η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών. Αναδεικνύεται όχι μόνο
ως εκφραστής της δημοκρατικής διαβούλευσης, αλλά και ως δύναμη με καθολική ισχύ
στην οικονομία του συνεργατισμού και της κουλτούρας και της αλληλεγγύης που
αναπτύσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο και διαμορφώνει νέους θεσμούς.
Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί να μας
διαφεύγει η διαπάλη που γίνεται μεταξύ της αντιπροσώπευσης, που εξυπηρετεί τα
συμφέροντα της διευθύνουσας κάστας και της οριζόντιας οργάνωσης της κοινωνίας,
που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών.
Τα
συμφέροντα των ολίγων και τα συμφέροντα των πολλών γίνονται πλέον πιο φανερά
μέσα από την δράση της Κοινωνίας Πολιτών.
Οι
κυβερνήσεις πλέον της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αγνοούν αυτή τη
δυναμική, αλλά είναι εμφανές ότι θέλουν να την περιορίσουν μέσω του
κατακερματισμού των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Παρόλα αυτά, η κοινωνία
των πολιτών αναγνωρίζεται κατ’ ανάγκη ως τρίτος πόλος στην οικονομία και την
παγκόσμια διακυβέρνηση. Αναδύεται ως δύναμη συναίνεσης και ευημερίας αλλά και
ως δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής, επιβάλλοντας πολιτικές για το περιβάλλον,
για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την καταπολέμηση της φτώχειας μέσα από τη
συμμετοχική οικολογία και την κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία ως πολυμορφικό
κίνημα συμμετοχικής δημοκρατίας.
Σήμερα,
βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης των οργανώσεων της
κοινωνίας των πολιτών, που λειτουργούν με ανεξάρτητη και αυτόνομη δράση από το
εθνικό κράτος. Το γεγονός ότι, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και οι
οργανικοί διανοούμενοι στο χώρο αυτό, δεν είναι κρατικοί υπάλληλοι ή κομματικά
στελέχη, τους δίνει την ελευθερία να λειτουργούν ανεξάρτητα από την ιεραρχική
οργάνωση της κρατικής και οικονομικής εξουσίας και εγγύτερα στον πολίτη.
Σήμερα
αφενός η παγκοσμιοποίηση και αφετέρου η τρίτη βιομηχανική επανάσταση, έχουν
περιορίσει τον εθνοκεντρισμό της κυρίαρχης πολιτικής τάξης η οποία είναι
αναγκασμένη πλέον να λειτουργήσει στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ η
θεώρηση του φιλελευθερισμού του Τοκβίλ είναι μια χρήσιμη προσέγγιση απέναντι
στον εθνοκεντρισμό και κρατισμό. Ταυτόχρονα η θεώρηση του Γκράμσι είναι χρήσιμη
για να δούμε τη λειτουργία της κουλτούρας της συναίνεσης, ως ιδεολογική
ηγεμονία, αλλά και πώς λειτουργεί η αμφισβήτηση απέναντι στους θεσμούς του
κράτους και της αγοράς από την οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας.
Έχοντας
ως βάση αυτές τις θεωρητικές αναφορές στο παρελθόν της πρώτης και δεύτερης
βιομηχανικής επανάστασης και πηγαίνοντας στο σήμερα βιώνουμε όπως είναι φανερό,
την αποκαθήλωση της «θεοποίησης» του κράτους και της αγοράς στο συλλογικό
φαντασιακό, βλέποντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες οργάνωσης της κοινωνίας σε
νέες βάσεις από την βάση και της παγκοσμιοποίησης από τα κάτω.
Εξετάζοντας,
το νέο παγκόσμιο πολιτικό – οικονομικό περιβάλλον, μετά τις
εκρηκτικές διαστάσεις που λαμβάνει η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση,
εκείνο που διαπιστώνουμε με ανάγλυφο τρόπο, είναι ότι η ιστορία δε μένει
αμετακίνητη ούτε στις ανάγκες ούτε στις ιδέες ούτε στα πολιτικά προτάγματα,
όπως αυτά είχαν ορισθεί στο παρελθόν, αλλά μας αναγκάζει σε ένα γενικότερο
επαναπροσδιορισμό. Αυτό που παρουσιάστηκε πριν δύο δεκαετίες ως «το τέλος της
ιστορίας», αντίθετα με τις νεοφιλελεύθερες προφητείες, δεν ήρθε. Οι ακραίες
ολιγαρχικές αντιλήψεις και μαζί τους ο άκρατος κρατισμός, αμφισβητούνται
ανοικτά πλέον κάτω από το βάρος της χρεοκοπίας κρατών και τραπεζών και
κληρονομημένων αντιλήψεων.
Η παγκόσμια κρίση χρέους έφερε την αμφισβήτηση όχι μόνο στο
κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, αλλά και σε όσους άκριτα το υπηρετούν όπως,
οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές.
Είναι ενδεικτικό ότι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Φουκουγιάμα
και ο μεγαλοεπενδυτής και θιασώτης της ανοικτής κοινωνίας Σόρος, μετά την
πρόσφατη κρίση, παίρνουν σαφείς αποστάσεις από το σύστημα του οικονομικού
νεοφιλελευθερισμού και μιλούν για μια απαραίτητη ισορροπία μεταξύ δημόσιου και
ιδιωτικού συμφέροντος. Ανησυχούν βέβαια για το μέλλον του καπιταλισμού. Αλλά εκ
των πραγμάτων έτσι αμφισβητείται τόσο η ηγεμονία της αγοράς όσο και ο κρατικός
καπιταλισμός και αναζητείται το μείγμα μιας νέας μικτής οικονομίας. Ας μην
ξεχνάμε, ότι μέσα από την κρίση, η αγορά είναι εκείνη που καλεί το κράτος σε
βοήθεια και μάλιστα η κλήση αυτή γίνεται από τις τράπεζες, δηλαδή τους
«καθεδρικούς ναούς», της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς.
Με άλλα λόγια, το παγκόσμιο
τραπεζικό σύστημα καλεί το λεγόμενο φορομπηχτικό κράτος για βοήθεια,
προκειμένου να σωθεί από την κατάρρευση. Ζητάει δηλαδή την κρατική προστασία
και την «αιμοδοσία» του από χρηματικούς πόρους που προέρχονται από
δυσβάστακτους φόρους, που επιβάλλονται στην κοινωνία. Έτσι, οι αγορές που
σύμφωνα με τον νεοφιλελευθερισμό κατέχουν το «αλάθητο του Πάπα» ζητούν την
βοήθεια του κράτους για να διασωθούν, αφού κατήργησαν την παρουσία του κράτους
στις κεντρικές επιλογές τους για την οικονομία. Προσμένουν δηλαδή την σωτηρία
από ένα θεσμό που διαρκώς αμφισβητούν. Αλλά από την άλλη μεριά πάντα φρόντιζαν
να κυβερνούν οι δικοί τους άνθρωποι που προέρχονται από τις τράπεζες και
διεθνείς οργανισμούς, χρησιμοποιώντας το κράτος ως εργαλείο συμφερόντων της
οικονομικής ολιγαρχίας.
Η ιστορία όμως προχωράει παροπλίζοντας το «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ
στις αγορές την ίδια ώρα που μειώνεται η δυνατότητα του κρατικού παρεμβατισμού
για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Όμως, παρόλο, που η πίστη στο νεοφιλελευθερισμό έχει ανεπανόρθωτα
κλονιστεί, αυτό δεν εμποδίζει τις τράπεζες να κρατούν ακόμη ανεξέλεγκτη τη ροή
του χρήματος με την υποστήριξη των επικοινωνιακών μέσων προς κερδοσκοπικές
δραστηριότητες εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Ενώ η κρίση είναι απότοκος
ιδεολογικών εμμονών της ηγεμονίας της ελεύθερης αγοράς, όπως τονίζει ο διάσημος
οικονομολόγος Paul Krugman στην περίπτωση της Ελληνικής
κρίσης, ο υπερδανεισμός του κράτους συνέπεια των υπέρογκων κρατικών δαπανών
υπήρξε «θείο δώρο» για τους αντικεϊνσιανούς και επέφερε την σκληρή λιτότητα.
Η
παγκοσμιοποίηση της Κοινωνίας Πολιτών έρχεται ως κίνημα να αναδείξει τις νέες
παγκόσμιες τάσεις της διάχυσης της πληροφορίας και γνώσης και τους
κατανεμημένους πόρους της ενέργειας. Οι δογματικοί της αγοράς ασφαλώς, δεν
λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα αυτοθέσμισης της κοινωνίας, είτε ως υπαγόρευση
νέων αναγκών, είτε ως φαντασιακή θέσμιση συλλογικής δημιουργίας. Επίσης, δεν
λαμβάνουν υπόψη ότι η υλική βάση και το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας
μετασχηματίζεται εντελώς ανεξάρτητα και ερήμην των παλαιών ιδεολογημάτων. Όσο
αλήθεια είναι ότι στη βάση του φιλελευθερισμού και των ατομικών δικαιωμάτων
βρήκε έδαφος και αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών, άλλο τόσο αλήθεια είναι
ότι η ατομιστική ωφελιμιστική αντίληψη της αγοράς δεν είναι ο μόνος χώρος στον
οποίο γίνονται οι επιλογές και ζυμώνονται οι προτιμήσεις όσον αφορά στην
οργάνωση του τρόπου ζωής των πολιτών. Η οργανωμένη κοινωνία πολιτών στη βάση
των θεσμών της αλληλεγγύης, και του συνεργατισμού, δείχνει ότι οι άνθρωποι
μπορούν να οργανωθούν και με άλλα κίνητρα πέραν του οικονομικού αρκεί να
υφίσταται το κατάλληλο κοινωνικό θεσμικό περιβάλλον.
Δεν υπάρχει ούτε ένα γνωστό παράδειγμα λέει ο J. Rifkin, που να τεκμηριώνει ότι οι άνθρωποι
ομαδοποιήθηκαν για πρώτη φορά για να ιδρύσουν αγορές, να εμπορευθούν και στη
συνέχεια απέκτησαν πολιτισμική ταυτότητα. Ούτε υπάρχουν παραδείγματα
πρωταρχικής ανθρώπινης ομαδοποίησης με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης και στη
συνέχεια κουλτούρας. Πρώτα απ' όλα οι άνθρωποι δημιούργησαν τη γλώσσα για να
επικοινωνούν μεταξύ τους. Μετά έφτιαξαν ένα μύθο για την προέλευσή τους.
Καθιέρωσαν τελετουργίες για τις καταβολές τους και οραματίστηκαν το συλλογικό
τους πεπρωμένο. Δημιούργησαν κώδικες συμπεριφοράς και δεσμούς εμπιστοσύνης -
αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικό κεφάλαιο» - και ανέπτυξαν κοινωνική
συνοχή.
Αυτή η αφήγηση έρχεται σε αντίθεση με την αφήγηση του
νεοφιλελευθερισμού και απελευθερώνει τα πεδία της σκέψης για το πώς μπορούν να
αναδιοργανωθούν οι κοινωνίες σήμερα.
Έτσι,
οι κάθε είδους δογματικοί υπέρμαχοι άλλοτε της μονοσήμαντης κυριαρχίας του
κράτους και άλλοτε της αγοράς, νιώθουν άβολα σε σχέση με τις παγκόσμιες
εξελίξεις και προσπαθούν μάταια να εντάξουν το νέο φαινόμενο στα ιδεολογικά
τους καλούπια. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος της νέας καθολικότητας της
Κοινωνίας Πολιτών, εκφράζοντας ένα νέο κίνημα δεν υπακούει ούτε στους κανόνες
της οικονομίας της αγοράς, ούτε χωράει στο πλαίσιο της οικονομικής ολιγαρχίας,
ούτε συνάδει ή συναινεί με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε συμπορεύεται
με το κράτος ή τον κρατισμό.
Αυτός ο τρίτος πόλος, πέραν του κράτους και της
αγοράς, συνιστά την παγκοσμιοποίηση από τα κάτω. Συνενώνει τα παγκόσμια
κινήματα ειρήνης, οικολογίας, το καταναλωτικό κίνημα και το κίνημα κατά της
φτώχειας. Πρόκειται για μια ολότητα η οποία ως πραγματιστικό φαινόμενο πλέον
έρχεται να συμβάλλει στην ανάδειξη αυτών των δικτύων εθελοντισμού σε κοινωνικό κεφάλαιο τοπικής
αλλά και παγκόσμιας σημασίας για την καλύτερη διαχείριση των πόρων προς όφελος
της κοινωνίας.
Αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο συγκροτείται από αυτόνομες
συλλογικότητες και αυτόνομες κυβερνοσυλλογικότητες, με εργαλείο το διαδίκτυο
και τις νέες επικοινωνιακές δυνατότητες μέσω μιας διαδικασίας που διαπιστώνουμε
πρακτικά πως αναπτύσσεται προς όφελος της κοινοτικής μη κερδοσκοπικής παραγωγής
και κατ’ επέκταση της Κοινωνικής Οικονομίας, χωρίς τις παρενέργειες μίας
δογματικής ιδεολογίας.
Επομένως, εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι
δημιουργείται ένας κοινός τόπος από συγκλίνουσες αξίες με διαφορετικές
ιδεολογικές αφετηρίες, του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού και της οικολογίας
οι όποιες εντέλει, συνθέτουν, τις πιο ανθρώπινες και βιώσιμες αξίες της εποχής
μας.
Αυτές οι αξίες μπολιάζονται τώρα σ’ ένα νέο θεσμικό
περιβάλλον που ευνοείται από τις νέες τεχνολογίες, τη διάχυση της πληροφορίας,
την κοινωνικοποίηση της γνώσης και της «οριζόντιας κατανεμημένης» ενέργειας.
Ένα «περιβάλλον» που δεν ευνοεί πλέον τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ στο
συγκεντρωτικό τους παιχνίδι. Ευνοεί όμως τον αποκεντρωμένο συνεργατισμό. Ευνοεί
την κοινωνικοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, του λεγόμενου άυλου προϊόντος
της γνώσης της ατομικής και συλλογικής δημιουργίας.
Τι σημαίνει αυτό για το συνεργατισμό και τη
συμμετοχική δημοκρατία;
Συγκριτικά με το παρελθόν αυτό σημαίνει ότι, η
επικοινωνία απελευθερώνεται από το κόστος της διαμεσολάβησης και το μέσο
διάδοσης. Το διανοητικό κεφάλαιο μπορεί μάλιστα να ανήκει σε πολλούς ως
πλουτοπαραγωγικός πόρος και να διαδίδεται με ελάχιστο οικονομικό κόστος. Μπορεί
να διευκολύνει το συνεργατικό πνεύμα και να συντελεί σε μια νέα κοινωνική
επιχειρηματικότητα που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Η υπέρβαση της
ιδιοκτησίας της γνώσης στη μπλογκόσφαιρα εξ αντικειμένου πλέον, απελευθερώνει
μεγάλες δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών σε οικονομικό και πολιτιστικό
επίπεδο δίνοντας περαιτέρω ώθηση στην συλλογική δημιουργία.
Έτσι, στην εποχή μας ζώντας την απελευθέρωση του
εθελοντή ως πνευματικού δημιουργού της ανοιχτής διαβούλευσης στον κυβερνοχώρο,
έξω από τη γραφειοκρατία και τους περιορισμούς των θεσμών εξουσίας,
διαμορφώνεται μια εντελώς νέα κατάσταση. Μια κατάσταση σημαντικής κοινωνικής
δράσης στο πλαίσιο της ανοικτής κοινωνίας, όπου δραστηριοποιούνται εθελοντές
και ενεργοί πολίτες και συγκροτείται το κοινωνικό κεφάλαιο.
Με αυτό τον τρόπο οι «οργανικοί διανοούμενοι» μιας
κοινωνίας, σύμφωνα με την Γκραμσιανή θεωρία, μπορούν να παίζουν ένα νέο
καθοριστικό ρόλο στην κουλτούρα της κοινωνίας, βρίσκοντας πεδίο δράσης έξω από
το κράτος και την αγορά ως ενεργοί πολίτες
Σύγχρονοι Αμερικανοί διανοούμενοι όπως οι Joseph Stiglitz και Paul Krugman μιλούν για τη μακροοικονομία, την επιστήμη της επικοινωνίας, τους
καθοδηγητές γνώμης και τις μεγάλες αφηγήσεις. Αμφισβητούν το αφήγημα της
ελεύθερης αγοράς σε σχέση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, το αμερικανικό
όνειρο και το μέλλον του καπιταλισμού.
Αυτό που παρατηρεί ο Rifkin από μια άλλη
σκοπιά στο βιβλίο του «το Ευρωπαϊκό Όνειρο» είναι ότι οι οργανώσεις της
κοινωνίας των πολιτών δίνουν τη δύναμη στους πολίτες να διεκδικήσουν τα
συμφέροντά τους, σ' έναν κόσμο όπου οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πιθανότατα
δεν πρόκειται να τα φροντίσουν. Η οικονομική κρίση επιβεβαιώνει τώρα αυτή την
προσέγγιση και δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες.
Οι ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών
υποστηρίζουν ότι η υπερβολική στήριξη στην απορρυθμισμένη παγκόσμια αγορά έχει οδηγήσει
στην αχαλίνωτη καπιταλιστική απληστία και εκμετάλλευση. Έχει μειώσει τον
παραδοσιακό ρόλο της κυβέρνησης ως παράγοντα αναδιανομής και πάροχο ουσιαστικών
κοινωνικών υπηρεσιών.
Έτσι, η κοινωνία πολιτών διεκδικεί τώρα
ολοένα και πιο συνειδητά την αναδιανομή υπέρ των αδυνάτων με την προώθηση της
κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Οι συγγραφείς της μελέτης του
Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, όπου επισημαίνεται η μεγάλη αύξηση των θεσμών της
κοινωνίας των πολιτών, συμπεραίνουν ότι η επιτυχία τους πρέπει να αποδοθεί στην
ικανότητά τους να γεμίζουν το κενό που αφήνει η αποτυχία της αγοράς και της
κυβέρνησης.
από το βιβλίο του Βασίλη Τακτικού
«Θεσμοί και εφαρμογές Κοινωνικής οικονομίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου