Η παραγωγή και αναπαραγωγή ανισότητας
Κυκλοφορεί στα ελληνικά
το "Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα" του Τομά Πικετί, το οποίο έχει γίνει
μπεστ σέλερ στην οικονομική βιβλιογραφία. Ο Πικετί ασχολείται με την οικονομική
ανισότητα και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Το βιβλίο έχει
απασχολήσει εκτενώς τον οικονομικό Τύπο. Μολονότι είναι μια ογκώδης μελέτη,
σχεδόν 700 σελίδων, γεμάτη από πίνακες και στατιστικές συγκρίσεις, έχει
προκαλέσει το ενδιαφέρον σε μια φάση όξυνσης των ανισοτήτων και της κρίσης του
καπιταλισμού διεθνώς.
Για τους Financial Times
ο Πικετί μεταμορφώθηκε σε «ροκ σταρ» της οικονομίας και συγκέντρωσε τα πυρά
μέσα από τις «σελίδες γνώμης», που έσπευσαν να ισχυριστούν ότι «έχει λάθος
συμπεράσματα για την αύξηση των ανισοτήτων», σε μια αποτυχημένη προσπάθεια των
FT να επιτεθούν ιδεολογικά σε μια τέτοια προσέγγιση, ανοίγοντας ωστόσο πλατιά
τη συζήτηση.
Ο Πικετί υποστηρίζει
πως, αν ο καπιταλισμός αφεθεί να λειτουργήσει ελεύθερος, τείνει να παράγει
αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας πλούτου και εισοδήματος. Το βιβλίο του
συγκεντρώνει μεγάλο όγκο στοιχείων για να αποδείξει ότι, μετά τη σημαντική
πτώση της ανισότητας λόγω των αναταραχών που προκάλεσαν οι δυο παγκόσμιοι
πόλεμοι, η ανισότητα αυξάνεται ξανά στα πολύ ψηλά επίπεδα που επικρατούσαν πριν
το 1914.
Ωστόσο, όσο παράξενο κι
αν φαίνεται, το δυνατό σημείο του βιβλίου αλλά και η μεγαλύτερή του αδυναμία
είναι η εστίαση στον πλούτο, όπως θα δούμε παρακάτω. Οι περισσότερες μελέτες
πάνω στην ανισότητα ασχολούνται κυρίως με τις διαφορές στο εισόδημα. Ο Πικετί,
αντίθετα, ενδιαφέρεται για την κατανομή του πλούτου και τις αλλαγές της.
Γράφει πως το κεφάλαιο
«εξαρτάται από μια ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα… σε όσους κατέχουν κεφάλαιο και
εκείνους που δεν κατέχουν». Αναγνωρίζει δηλαδή, ως ένα βαθμό στα… ψιλά, πως οι
πλούσιοι είναι πλούσιοι χάρη στις οικονομικές πηγές που ελέγχουν και οι οποίες
τους δίνουν το δικαίωμα να διεκδικούν μεγαλύτερα εισοδήματα από όλους τους
άλλους.
Τα ιστορικά στατιστικά
δεδομένα του πλούτου και του εισοδήματος είναι βασισμένα στο φόρο περιουσίας.
Τα συμπεράσματα του Πικετί διαψεύδουν τον «νόμο» που διατυπώθηκε από τον Σάιμον
Κούζνετς στα μέσα της δεκαετίας του 1950, που ισχυριζόταν ότι η ανισότητα
μεγαλώνει μεν στα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης, αλλά μειώνεται όσο οι
οικονομίες γίνονται πλουσιότερες.
Για παράδειγμα, στη
Βρετανία τη δεκαετία 1900-1910, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατείχε το 90% του πλούτου, με το
πλουσιότερο 1% να κατέχει περίπου το 70%. Ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν είχε στην
ουσία τίποτα. Η εικόνα ήταν παρόμοια, αν και όχι τόσο δραματική, στη Γερμανία
και τη Γαλλία.
Ωστόσο, ανάμεσα στο 1950
και το 1970, στη Γαλλία και τη Βρετανία το μερίδιο του πλουσιότερου 10% έπεσε
στο 60-70% του πλούτου και το μερίδιο του πλουσιότερου 1% χαμήλωσε στο 20-30%.
Η πλάστιγγα, όμως, άρχισε να γέρνει ξανά προς την άλλη μεριά. Στις ΗΠΑ, το
2010-11 το ανώτερο 10% κατείχε πάνω από το 70% του συνολικού πλούτου και το
ανώτερο 1%, πάνω από το 35%, ενώ το κατώτερο μισό κατείχε μόλις το 2%.
Τα εισοδήματα ακολούθησαν
μια παρόμοια πορεία. Οι διαφορές μειώθηκαν μετά το 1914, αλλά τώρα η ψαλίδα
έχει ανοίξει πολύ. Για παράδειγμα, το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που
καρπώνεται το πλουσιότερο 1% στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί από 6-8% τη δεκαετία του
1970 στο 20% το 2010. «Ο λόγος κεφαλαίου/εισοδήματος διεθνώς ακολουθεί το
«σχήμα U»: φαίνεται σήμερα να πλησιάζει το 500%, δηλαδή στο επίπεδο που είχε
φτάσει στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου», σημειώνει ο Πικετί.
Ο ίδιος απορρίπτει την
συνηθισμένη ερμηνεία που υποστηρίζει ότι πίσω από αυτή την ανισότητα βρίσκεται
η τεχνολογική πρόοδος που έχει πιέσει προς τα πάνω τους μισθούς των «ειδικών».
Ρίχνει τις ευθύνες σε αυτό που ονομάζει «η άνοδος του υπέρ-διευθυντή», δηλαδή
ανωτάτων διευθυντικών στελεχών τα οποία, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία,
στηρίχτηκαν στην επιχειρηματική διαπλοκή και τις χρηματιστηριακές φούσκες για
να οδηγήσουν στην απογείωση των αμοιβών τους.
«Έρευνες δείχνουν πως η
μεγάλη πλειονότητα του 0,1% των υψηλότερων εισοδημάτων (πάνω από 1,5 εκατ. δολ.
το 2010), περίπου το 60%-70%, αντιστοιχεί τη δεκαετία του 2000 σε διευθυντικά
στελέχη. Ωστόσο, το 80% του υψηλότερου 0,1% δεν βρίσκονται στο
χρηματοοικονομικό τομέα (π.χ. επενδυτικές τράπεζες)», παρατηρεί.
Ο Πικετί υποστηρίζει ότι
το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (κέρδος) τείνει στο 5%, ενώ ο ρυθμός
ανάπτυξης της οικονομίας είναι χαμηλότερος. Υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο ήταν
6-7 φορές μεγαλύτερο από ό,τι το εθνικό εισόδημα στα τέλη του 19ου αιώνα στην
Ευρώπη. Έπεσε στο επίπεδο του 2πλάσιου ή 3πλάσιου στο πρώτο μισό του 20ου
αιώνα, αλλά έχει επιστρέψει κοντά στο 5πλάσιο σήμερα.
Κι όσο ισχύει αυτό,
εξηγεί, η ανισότητα θα μεγαλώνει, διότι όταν το ποσοστό της απόδοσης του
κεφαλαίου είναι μεγαλύτερο από το ρυθμό αύξησης της οικονομίας, οι πλούσιοι
μπορούν να αποταμιεύουν ένα μεγάλο κομμάτι από τα εισοδήματά τους και να
συσσωρεύουν με αυτό τον τρόπο ακόμα μεγαλύτερο πλούτο.
Αλλά η περίοδος ανάμεσα
στο 1914-1945, όπου παρατηρεί μείωση της ανισότητας, είναι γι’ αυτόν μια
εξαίρεση, μια παρέκκλιση για το σύστημα. Πρόκειται για μια πολύ μηχανιστική
ερμηνεία. Στο επίπεδο της θεωρίας, η προσέγγιση του Πικετί είναι πολύ κοντά στα
«ορθόδοξα» οικονομικά. Οι πόλεμοι και οι κρίσεις αντιμετωπίζονται ως εξωτερικά
σοκ στο σύστημα. Αυτό με την σειρά του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι έμφυτες
τάσεις του καπιταλισμού δεν παράγουν κρίσεις και πολέμους. Οπότε το σύστημα
απαλλάσσεται από την ευθύνη.
Όμως, ο Πικετί είναι
επίσης «ορθόδοξος» στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ίδια την έννοια
του κεφαλαίου. Το νέο βιβλίο του Αλεξ Καλλίνικος «Αποκρυπτογραφώντας το
Κεφάλαιο» (Deciphering Capital-Marx’s Capital and its destiny) και το
«Καπιταλισμός Ζόμπι» του Κρις Χάρμαν, δίνουν μια λεπτομερή ερμηνεία βασισμένη
στην προσέγγιση του Μαρξ.
Ο Πικετί ταυτίζει το
κεφαλαίο με τον πλούτο, δηλαδή με οτιδήποτε δίνει εισόδημα. Το κεφάλαιο είναι
κάτι το εξωτερικό σε σχέση με την παραγωγή και την εργασία. Αντίθετα για τον
μαρξισμό, το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση. Για την ακρίβεια είναι ένα
σύνολο από κοινωνικές σχέσεις που επιτρέπουν στους κεφαλαιοκράτες να
χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους και τον έλεγχο που αυτά τους εξασφαλίζουν πάνω
στα μέσα παραγωγής.
Αυτός ο έλεγχος τους
επιτρέπει να υποχρεώνουν τους εργάτες να παράγουν αξία και -πάνω απ' όλα-
υπεραξία, που αποτελεί την πηγή των κερδών τους: την «κλεμμένη εργασία». Ο Μαρξ
θεωρούσε ως «απόγειο του φετιχισμού», να ταυτίζει κάποιος την κατοχή κάθε
αγαθού με το κεφάλαιο.
Από τον Πικετί
απουσιάζει η έννοια των παραγωγικών σχέσεων. Για τον Μαρξ, οι δυο
ανταγωνιστικές σχέσεις, δηλαδή η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο και
ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα πολλά κεφάλαια είναι ο κινητήρας της συσσώρευσης και
επέκτασης του κεφαλαίου.
Ο πιο άστοχος ισχυρισμός
του Πικετί είναι ότι ο Μαρξ δεν καταλαβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας
στον καπιταλισμό. Αντίθετα, ο Μαρξ εντοπίζει τη βασική αιτία των κρίσεων του
καπιταλιστικού συστήματος στην ίδια την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω του
τυφλού ανταγωνισμού. Είναι το υπόβαθρο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού
κέρδους.
Αυξανόμενη
παραγωγικότητα σημαίνει ότι ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του συσσωρευμένου
κεφαλαίου απαιτείται για την εκμετάλλευση κάθε εργάτη. Αλλά όταν η αξία του
κεφαλαίου μεγαλώνει γρηγορότερα από την αξία της εργατικής δύναμης, που είναι
πηγή της υπεραξίας, το αποτέλεσμα είναι να πιέζεται η πηγή του κέρδους και να
ξεσπούν κρίσεις.
Το ποσοστό απόδοσης του
κεφαλαίου δεν κυμαίνεται στο ίδιο σταθερό επίπεδο όπως ισχυρίζεται ο Πικετί.
Υπάρχουν περίοδοι ανόδου της απόδοσης, όπως στην «χρυσή εποχή» στα μέσα του
20ου αιώνα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και κάμψεις, όπως στις δεκαετίες
του ’60 και του ’70, από τις οποίες δεν έχει ανακάμψει ακόμα.
Ο τίτλος του του βιβλίου
του, «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», υποδηλώνει τη φιλοδοξία του Πικετί να συνεχίσει
το μεγάλο έργο του Μαρξ, παρόλο που ο ίδιος λέει ότι δεν το έχει διαβάσει. Αν
και επαινεί τον Μαρξ για τις κρίσιμες παρατηρήσεις του για την αυξανόμενη
ανισότητα, η λανθασμένη του αντίληψη για το κεφάλαιο υπονομεύει τις
μακροχρόνιες τάσεις που ο ίδιος θέλει να προβάλει.
Δυστυχώς το θεωρητικό
υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται ο Πικετί οδηγεί σε πολιτικά συμπεράσματα
αδύναμα, που έχουν στο επίκεντρο τη «μεταρρύθμιση», τη βελτίωση του «άκαρδου»
συστήματος. Έτσι πολιτικά, η «ορθή λύση» που προτείνει για να «αποφευχθεί η
ατέρμονη σπείρα της ανισότητας» την οποία διαπιστώνει, περιορίζεται σε έναν
«προοδευτικό φόρο στο κεφάλαιο», στην περιουσία, «ενόσω θα διαφυλάσσονται οι
δυνάμεις του ανταγωνισμού και τα κίνητρα», όπως υπογραμμίζει. Ενδεικτική είναι
η δειλή του προσέγγιση στο ζήτημα της κρίσης χρέους, με αιχμή την Ελλάδα στην
ευρωζώνη. Περιορίζεται σε καλέσματα προς τη Γερμανία, στα χνάρια του ΣΥΡΙΖΑ,
για «αναδιάρθρωση» (μείωση) του χρέους χωρίς καν να τολμά να μιλήσει για ρήξη
και μονομερη διαγραφή χωρίς αποζημίωσης των κεφαλαιοκρατών.
Αναζητώντας νέο
«κοινωνικό συμβιβασμό» παραδέχεται πως αυτό έχει μια δυσκολία να επιτευχθεί
καθώς θα απαιτούσε «πολύ υψηλό βαθμό διεθνούς συνεργασίας» σε έναν
ανταγωνιστικό κόσμο. Μπορεί να φέρνει ως παράδειγμα τη δεκαετία του 1940, όπου
ΗΠΑ και Βρετανία φορολογούσαν το εισόδημα και την περιουσία σε επίπεδα σχεδόν
«απαλλοτρίωσης», με στόχο να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο. Αλλά ξεχνά πως καθώς
το εκκρεμές γυρνούσε προς την άλλη μεριά, ιδιαίτερα μετά την επέλαση του
νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του 1980, το φορολογικό σύστημα ξανασχεδιάστηκε
έτσι ώστε να ενισχύει τους πλούσιους.
Όσο υπάρχει καπιταλισμός
θα υπάρχει και ανισότητα. Όμως, η εργατική τάξη εκτός από αντικείμενο
εκμετάλλευσης, είναι και υποκείμενο της ιστορίας, δρα, οργανώνεται και
αντιστέκεται, αποτελεί τον «ιστορικό νεκροθάφτη του καπιταλισμού», όπως έγραφε
ο Μαρξ.
Η κατανόηση της φύσης
του κεφαλαίου είναι δεμένη με την κατανόηση της κεντρικότητας της εργατικής
τάξης για την ανατροπή του. Μολονότι ο Τ. Πικετί, ο Π. Κρούγκαν, ο Γ.
Βαρουφάκης κι άλλοι αντινεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι της «νεοκεϊνσιανής»
σχολής στηρίζουν την πολιτική της «μεταρρύθμισης», το βιβλίο αυτό -από ένα άλλο
πρίσμα- ενισχύει την πολιτική της επανάστασης.
Βοηθά να καταλάβουμε
ακόμα καλύτερα πόσο ο καπιταλισμός είναι μια ανελέητη μηχανή παραγωγής
ανισότητας και γιατί πρέπει να τον ξηλώσουμε και όχι να τον «σώσουμε από τον
κακό εαυτό του».
Δήμοσιεύτηκε
στο τεύχος 111
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου